Παρασκευή 10 Μαρτίου 2006

Παιδεία: Θεμελιώδες Κοινωνικό Αγαθό

Η Παιδεία αποτέλεσε και αποτελεί κατά γενική ομολογία, έναν από τους σημαντικότερους τομείς στη πολιτική των σύγχρονων κρατών. Το εκπαιδευτικό σύστημα εκφράζει την συνολική αντίληψη μιας πολιτείας και μιας κοινωνίας για το μέλλον της, μέσα από το μοντέλο, τους στόχους, το επίπεδο και την ποιότητα της παρεχόμενης εκπαίδευσης.

Είναι προφανές ότι το εκπαιδευτικό σύστημα παίζει επίσης καταλυτικό ρόλο στη διαμόρφωση της κοινωνίας του μέλλοντος. Το σχολείο αποτελεί το πιο βασικό μηχανισμό κοινωνικοποίησης των παιδιών, το μοναδικό οργανωμένο σύστημα παροχής ερεθισμάτων, γνώσεων και κατευθύνσεων για τα παιδιά και τους εφήβους.

Ο ρόλος του σχολείου ως μηχανισμός κατανόησης του κοινωνικού περίγυρου και ως αφετηρία για τις βασικές αναζητήσεις των νέων είναι ιδιαίτερα σημαντικός. Συνεπώς από κοινωνική σκοπιά το εκπαιδευτικό σύστημα πρέπει να έχει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. Οφείλει να στηρίζεται στην αρχή των «ανοιχτών οριζόντων», και της γενικής ισότιμης εκπαίδευσης. Οφείλει να παρέχει τις βάσεις, προκειμένου ο νέος να διαμορφώνει μια ολοκληρωμένη προσωπικότητα και να εντάσσεται ως πολίτης στο κοινωνικό σύνολο.

Το εκπαιδευτικό σύστημα δεν μπορεί να έχει ως σκοπό να διαμορφώνει μόνο εξειδικευμένους ή ανειδίκευτους εργαζόμενους, υπαλλήλους, καταναλωτές, ή ατομικά υποκείμενα αποξενωμένα από το κοινωνικό και πολιτικό γίγνεσθαι.

Το εκπαιδευτικό σύστημα οφείλει να διαμορφώνει τις προϋποθέσεις όχι μόνο για την οικονομική ανάπτυξη μιας κοινωνίας, αλλά κυρίως να θέτει τις βάσεις για τη βελτίωση και τον μετασχηματισμό της κοινωνίας, καλλιεργώντας: την αμφισβήτηση, τον προβληματισμό, τον διάλογο, την αντιπαράθεση επιχειρημάτων, την συνεργασία και τη συμμετοχή και να συμβάλλει στην αναβάθμιση του πνευματικού και νοητικού επιπέδου των μαθητών.

Το εκπαιδευτικό σύστημα πρέπει να σχεδιάζεται ώστε να αμβλύνει τις κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες, να περιορίζει τις μαθησιακές δυσκολίες και ουσιαστικά όχι μόνο να δίνει ίσες ευκαιρίες, αλλά να δίνει και ισοδύναμα νοητικά και γνωστικά εφόδια. Πρέπει να ενισχύει τους νέους με γνώσεις για να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις της σύγχρονης κοινωνίας.

Το εκπαιδευτικό σύστημα επιβάλλεται να ανοίγει ορίζοντες πολιτικής και κοινωνικής αναζήτησης για το μοντέλο της κοινωνίας μας. Οφείλει να συμβάλει στην αντιστροφή του κλίματος του άκρατου ατομικισμού, του ανταγωνισμού, της κοινωνικής αναισθησίας και της απομόνωσης. Να καλλιεργεί ευαισθησία για τους αδύνατους, να συμβάλει στη καταπολέμηση του ρατσισμού (φύλλου, θρησκείας, χρώματος, εθνικότητας, καταγωγής, οικονομικής κατάστασης, σεξουαλικής διαφορετικότητας, κλπ), να ενδυναμώνει την ανεκτικότητα.

Να καλλιεργεί την οικολογική συνείδηση και την περιβαλλοντική ευαισθησία, να οχυρώνει τους νέους έναντι των σειρήνων του καταναλωτισμού και της άκρατης υλικής ευμάρειας. Να εφοδιάζει του νέους με κριτικό πνεύμα για να μπορούν να αναζητούν την αλήθεια «πίσω από τα γράμματα» και να αμφισβητούν και να κρίνουν ότι σερβίρεται ως αλήθεια, ως «είδηση», ή ως γεγονός.

Παράλληλα είναι αδιανόητη η αποσύνδεση του εκπαιδευτικού συστήματος από το οικονομικό μοντέλο οργάνωσης κάθε κοινωνίας. Το οικονομικό μοντέλο, όμως δεν μπορεί και δεν δικαιούται να παρεμβαίνει στις παιδαγωγικές αρχές, στην ανάγκη ομαλής κοινωνικοποίησης και στην διαμόρφωση ολοκληρωμένης και ισχυρής προσωπικότητας.

Οι οικονομικές-αναπτυξιακές ανάγκες μιας χώρας και μιας κοινωνίας πρέπει να εκτιμώνται στη διαμόρφωση του γνωστικού περιεχομένου συγκεκριμένων μαθημάτων, στα ερεθίσματα, που δίνονται κατά την εκπαιδευτική διαδικασία (ευγενής άμιλλα, καταπολέμηση «υπαλληλικής» νοοτροπίας, βολέματος), την νοοτροπία που καλλιεργεί το εκπαιδευτικό σύστημα (δημιουργικότητα, ευρηματικότητα, επιχειρηματικότητα) και τον επαγγελματικό προσανατολισμό.

Ειδικότερα η Τριτοβάθμια εκπαίδευση οφείλει να συμπληρώνει, να αναβαθμίζει και να ολοκληρώνει την πορεία που περιγράψαμε παραπάνω. Ο νέος φοιτητής δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται από το Πανεπιστήμιο ως «εξειδικευμένο εργαλείο» για την οικονομία και την αγορά.

Οφείλει να αντιμετωπίζεται ως άνθρωπος-πολίτης-επιστήμονας που πάνω από όλα πρέπει να σκέφτεται και να μαθαίνει, να αναζητά και να προβληματίζεται, να συνεργάζεται και να συνδιαμορφώνει με συλλογικούς όρους, τη κοινωνία που πρόκειται να ζήσει. Ουσιαστικά το πανεπιστήμιο οφείλει να αντιμετωπίζει το νέο ως προσωπικότητα και όχι ως «συσσωρευτή» γνώσεων που ‘αύριο’ θα «αγοράσει» κάποιος εργοδότης.

Έτσι το πανεπιστήμιο, ως ο μοναδικός χώρος, όπου προστατεύεται απόλυτα η αναζήτηση, η αμφισβήτηση, η έρευνα, ως ο μοναδικός κοινωνικός μηχανισμός που έχει κατοχυρώσει το δικαίωμα να αμφισβητεί την κυρίαρχη ιδεολογία και να εκκολάπτει νέες ιδεολογίες, κινήματα και επαναστάσεις, οφείλει σήμερα, όχι μόνο να μην απεμπολήσει, αλλά και να διευρύνει αυτό του τον ρόλο.

Το σύγχρονο ολοκληρωμένο πανεπιστήμιο δεν μπορεί να είναι μόνο μηχανισμός αναζήτησης μιας στείρας επιστημονικής αλήθειας ή της νέας γνώσης. Το σύγχρονο πανεπιστήμιο οφείλει να έχει κοινωνικές, ιδεολογικές και ηθικές αναφορές. Οφείλει να διαμορφώνει το κοινωνικό μοντέλο και να αναζητά τη χρησιμότητα της επιστημονικής έρευνας για τη κοινωνία, ως σύνολο και τον άνθρωπο, ως είδος μέσα σε ένα εύθραυστο οικοσύστημα και όχι για επιμέρους οικονομικά-κοινωνικά συμφέροντα.

Στα πλαίσια αυτά το ελληνικό-ευρωπαϊκό πανεπιστήμιο δεν μπορεί να είναι ένας «μηχανισμός ιδιωτικοοικονομικής» και ανταγωνιστικής λειτουργίας. Δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται με κριτήρια «παραγωγικότητας» του επιστημονικού προσωπικού και «αποδοτικότητας» της έρευνας. Ταυτόχρονα όμως δεν μπορεί να διατηρεί ιδιότυπη ασυλία που να επιτρέπει αυθαιρεσίες, αντικοινωνικές ή αντιδημοκρατικές συμπεριφορές και σπατάλη δημοσίων-κοινωνικών πόρων.

Το Πανεπιστήμιο είναι η κορωνίδα του εκπαιδευτικού συστήματος και ταυτόχρονα η αφετηρία κάθε μοντέλου εκπαίδευσης, αφού από τα σπλάχνα του προέρχονται οι εκπαιδευτές του αύριο. Έτσι η σημασία του στη σύγχρονη κοινωνία είναι μεγαλύτερη από ένα απλό μηχανισμό παραγωγής πτυχίων ή ένα σύστημα ανάσχεσης της ανεργίας, ή μια δομή επιφανειακής (σε επίπεδο διακήρυξης) άμβλυνσης των κοινωνικών ανισοτήτων.

Στο σύγχρονο ελληνικό πανεπιστήμιο καθίσταται επιτακτική η ανάγκη αναβάθμισης του πνευματικού-πολιτιστικού του ρόλου, μέσα από την ενίσχυση των ανθρωπιστικών επιστημών και τη διάχυση τους στις υπόλοιπες επιστήμες. Το Πανεπιστήμιο οφείλει να είναι ο πρώτος εκπαιδευτικός σχηματισμός που θα πολεμήσει την μονομέρεια, την απόλυτη εξειδίκευση, την αποστείρωση και την τεμαχισμένη-εύπεπτη γνώση. Η ανάγκη για καλλιέργεια της διεπιστημονικότητας και του φιλοσοφικού και κοινωνιολογικού προβληματισμού είναι έντονη.

Όλοι γνωρίζουμε ότι ιδιαίτερα σήμερα είναι επιτακτική η ανάγκη για την διαμόρφωση ενός Ενιαίου Χώρου Ανώτατης Εκπαίδευσης και Έρευνας σε Ευρωπαϊκό επίπεδο. Κατανοούμε ότι οι διεθνείς οικονομικές εξελίξεις και η κοινή ευρωπαϊκή αγορά επιβάλουν την σύνδεση των εκπαιδευτικών συστημάτων των κρατών μελών και κάνουν επιτακτική την ανάγκη αυτά να είναι συμβατά μεταξύ τους.

Σε κάθε περίπτωση όμως διεκδικούμε αυτή η συμβατότητα και ομοιογένεια να μη σημαίνει ταύτιση. Η Ελλάδα έχει να κερδίσει πολλά από την ενοποίηση των εκπαιδευτικών συστημάτων, αρκεί να μη μιλάμε για ισοπέδωση. Όλοι γνωρίζουμε ότι είμαστε στις τελευταίες θέσεις στις δαπάνες για τη Παιδεία και την Έρευνα. Άρα είναι προφανές ότι αν θέλουμε να συμβάλουμε σα χώρα στη συνολική αναβάθμιση του ευρωπαϊκού εκπαιδευτικού μοντέλου και στον βελτίωση της θέσης της Ευρώπης στο διεθνή ανταγωνισμό επιβάλλεται η αύξηση των πόρων.

Οι ευθύνες τους ΠΑ.ΣΟ.Κ. ως Κυβέρνηση σε αυτή την υστέρηση ήταν σημαντικές. Εκτός από την ανάγκη για την διαμόρφωση εθνικού συστήματος αξιολόγησης ή την με κανονιστικό τρόπο αναγνώριση πτυχίων των ευρωπαϊκών χωρών και στην Ελλάδα, έχουμε αναλάβει την υποχρέωση μέχρι το 2010 να δαπανάμε 5% του ΑΕΠ στη Παιδεία και 1,5% του ΑΕΠ, στην έρευνα στα πλαίσια των στόχων της Λισσαβόνας.

Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι οι δαπάνες για την Παιδεία και την Έρευνα θα έπρεπε αθροιστικά, να βρίσκονται ήδη πάνω από το 5% του ΑΕΠ, αντί του ~4% που είναι σήμερα, ώστε να προσεγγίσουμε το 6,5% το 2010. Έτσι καμία νομική ή διοικητική ρύθμιση, καμία στατιστική αλχημεία δε μπορεί να κρύψει την ανεπάρκεια των πόρων. Πόροι χρειάζονται προκειμένου να επιτύχουμε τους ποιοτικούς στόχους για την αναβάθμισης της εκπαίδευσης, χωρίς να περικόψουμε φοιτητικά δικαιώματα και κοινωνικές παροχές. Ειδικά σε μια κοινωνία που μαστίζεται από την ανεργία και τη μείωση των εισοδημάτων, αυτές οι παροχές πρέπει να αναδιαμορφωθούν και να διευρυνθούν.

Η συνολική ευρωπαϊκή στρατηγική πρέπει να αντιμετωπίζει το εκπαιδευτικό σύστημα όπως περιγράψαμε. Η αγγλοσαξονικού τύπου αντίληψη ότι η Παιδεία είναι άλλη μια υπηρεσία η οποία μπορεί να παρέχεται με ανταγωνιστικό ή αγοραίο τρόπο δεν είναι αποδεκτή. Η Παιδεία και γενικά η γνώση ή έρευνα και τα παράγωγα τους, είναι δημόσιο κοινωνικό αγαθό. Πρέπει να είναι ισότιμα προσβάσιμα σε όλους.

Συνεπώς από τα παραπάνω συμπεραίνουμε ότι υπάρχει η ανάγκη για ένα νέο μοντέλο ελληνικού πανεπιστημίου. Ένα πανεπιστήμιο που οφείλει να είναι συλλογικό, δημοκρατικό, αυτοδιοικούμενο, διαφανές, κοινωνικοποιημένο, δημιουργικό, απελευθερωμένο, υπεύθυνο και χρήσιμο για όλους.

Με βάση αυτές τις ιδέες και αρχές μπορούμε κατανοήσουμε γιατί η πολιτική της δεξιάς Διακυβέρνησης είναι επικίνδυνη για τη νέα γενιά και το μέλλον της χώρας μας. Έτσι επιβάλλεται ένα προοδευτικό κίνημα πολιτών να αντισταθεί και να πολεμήσει όλα όσα σχεδιάζει και υλοποιεί η Νέα Δημοκρατία σήμερα.

Ο προοδευτικός χώρος μπορεί με βάση αυτές τις ιδέες αλλά και άλλες, να διαμορφώσει τις θεσμικές παρεμβάσεις και τις λειτουργικές ρυθμίσεις που απαιτούνται για ένα νέο ελληνικό πανεπιστήμιο σε ένα σύγχρονο ευρωπαϊκής αντίληψης εκπαιδευτικό σύστημα. Παρεμβάσεις που πρέπει να εμπεριέχουν και να στηρίζουν τις ιδέες της διαφάνειας, της κοινωνικής λογοδοσίας, της αποκέντρωσης, της δημιουργικής συνεννόησης και της δημοκρατίας.