Δημοσιεύτηκε: openvoice.gr, ΠΟΛΙΤΙΚΗ, 17 Ιουνίου 2013
Όλοι γνωρίζουμε ότι στις ευρωπαϊκές κοινωνίες, μετά την πόλεμο, αλλά και μετά την κατάρρευση του «ανατολικού μπλοκ», υπήρξε προβληματισμός, διαφορετικές εκδοχές και σαφείς διαχωριστικές γραμμές μεταξύ των διαφόρων πολιτικών παρατάξεων για την σημασία και τον ρόλο του κράτους.
Όλοι γνωρίζουμε ότι στις ευρωπαϊκές κοινωνίες, μετά την πόλεμο, αλλά και μετά την κατάρρευση του «ανατολικού μπλοκ», υπήρξε προβληματισμός, διαφορετικές εκδοχές και σαφείς διαχωριστικές γραμμές μεταξύ των διαφόρων πολιτικών παρατάξεων για την σημασία και τον ρόλο του κράτους.
Οι πιο συντηρητικές παρατάξεις αντιλαμβάνονται το κράτος με ένα «στενό» τρόπο, κυρίως ως εργαλείο επιβολής της κυρίαρχης αντίληψης-ιδεολογίας και διατήρησης της καθεστηκυίας κοινωνικής τάξης (status quo) και των νόμων. Παράλληλα το προσεγγίζουν ως μόρφωμα ελέγχου της δραστηριότητας των πολιτών και ως εργαλείο επιβολής των εκάστοτε πολιτικά, οικονομικά και κοινωνικά ισχυρών.
Αυτή η αντίληψη είναι ιδιαίτερα έντονη στην ιστορία της ελληνικής δεξιάς («κράτος του χωροφύλακα»), αλλά και στην πολιτική δράση των περισσότερων στελεχών της. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμα και σήμερα η πλειοψηφία των στελεχών της ασχολείται επισταμένα με τα προβλήματα των ένστολων, των ιερωμένων και των δικαστών, αλλά ελάχιστα με τους υπόλοιπους δημοσίους υπαλλήλους, τον ρόλο τους και την προσφορά τους. (Π.χ. ο Πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς έχει συναντηθεί π.χ. με τους απόστρατους αξιωματικούς, αλλά όχι με τους καθηγητές ή τους γιατρούς του ΕΣΥ). Παράλληλα, όσο πιο δεξιά είναι η πολιτική απόχρωση της εκάστοτε πολιτικής δύναμης ή προσώπου τόσο πιο έντονα επιχειρεί να αναβαθμίσει το ρόλο/σημασία του στρατού, της αστυνομίας και της δικαιοσύνης ως κυρίαρχο έναντι κάθε άλλης δραστηριότητας, αλλά και αξίας-παροχής του κράτους ευρύτερα προς τους πολίτες.
Αντίστοιχα, οι πιο φιλελεύθερες πολιτικές δυνάμεις αντιστέκονται σε αυτή την προσέγγιση για τον ρόλο των κρατικών υπηρεσιών, φτάνοντας μέχρι και την εξαφάνιση του. Βέβαια, πολλές φορές οι ιδέες τους οδηγούν στην πλήρη περιθωριοποίηση του κράτους με την υπερβολική εξύψωση του ρόλο του «ατόμου». Αυτό πρακτικά εμποδίζει τον κοινωνικό μετασχηματισμό και την άμβλυνση των κοινωνικών ανισοτήτων μια και με την απόλυτη αποχή των κρατικών δομών συντηρούνται οι κάθε είδους (κυρίως ταξικές) ανισότητες ευκαιριών.
Δηλαδή η απόλυτη απόσυρση του κράτους από σειρά δραστηριοτήτων και παρεμβάσεων για την διαμόρφωση κανόνων στην οικονομική και κοινωνική οργάνωση μιας χώρας, στη πράξη ενισχύει τους κάθε λογής «ισχυρούς» και επιτρέπει την διαιώνιση της ανισότητας και των διακρίσεων, περιορίζοντας τη λειτουργία του λεγόμενου «κοινωνικού ασανσέρ». Μια απόλυτα «φιλελεύθερη» κοινωνία χωρίς κρατικό παρεμβατισμό μοιραία οδηγεί σε μια κοινωνία με δομές φεουδαρχικής ή νομαδικής λειτουργίας και στο εθιμικό δίκαιο του «ισχυρού» ή της «φαμίλιας» που ισχύει ακόμα σε ορεινές περιοχές της πατρίδας μας.
Αντίθετα, οι προοδευτικές παρατάξεις αντιλαμβάνονται, το κράτος ως ένα εργαλείο προάσπισης των δικαιωμάτων των αδυνάτων. Ως ένα εργαλείο επιβολής κανόνων και δικαίου που συνήθως παραβιάζονται από τους ισχυρούς της εκάστοτε κοινωνίας, εις βάρος των πιο αδύναμων μορφωτικά, κοινωνικά, οικονομικά, κλπ. Ως ένα εργαλείο άμβλυνσης των κοινωνικών ανισοτήτων δια της παιδείας και της παροχής ίσων ευκαιριών και στοιχειωδών πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων.
Στο πλαίσιο αυτό, οι προοδευτικές σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις εισήγαγαν την έννοια του κοινωνικού κράτους αλλά και του κράτους ως «μοχλό ανάπτυξης». Το κοινωνικό κράτος αφορά κυρίως τους τομείς της υγείας, της παιδείας, της επαγγελματικής κατάρτισης, της πρόνοιας, της κοινωνικής επανένταξης, της φαρμακευτικής κάλυψης, κλπ. Από την άλλη το αποκεντρωμένο κράτος με οργανωμένες και επιστημονικά άρτιες υπηρεσίες που μελετούν, σχεδιάζουν και καθορίζουν το μοντέλο ανάπτυξης, με σεβασμό στο περιβάλλον, τις τοπικές ιδιαιτερότητες και δυνατότητες, είναι έννοιες και δομές που εισήχθησαν από την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία και τα εργατικά κόμματα.
Ιδιαίτερα, στην Ελλάδα όλα τα παραπάνω, αλλά και η μεγάλη δημοκρατική κατάκτησης της Τοπικής Αυτοδιοίκησης σε επίπεδο Δήμων & Περιφερειών είναι θεσμοί που σε όλες τις μορφές του προωθήθηκαν από τις προοδευτικές μεταρρυθμιστικές δυνάμεις του τόπου. Από τις πρώτες εκπαιδευτικές, οικονομικές και παραγωγικές μεταρρυθμίσεις στις αρχές του 20ου αιώνα από τον Ελευθέριο Βενιζέλο, μέχρι την «Αλλαγή» του 1981 από τον Ανδρέα Παπανδρέου, η προοδευτική δημοκρατική παράταξη στην ουσία εκσυγχρόνιζε την Ελλάδα και την έβαζε στην ίδια μοίρα με τις άλλες ανεπτυγμένες χώρες της εποχής μέσα από την μεταρρύθμιση και την καλύτερη οργάνωση των θεσμών και του κράτους.
Σήμερα, η οικονομική κρίση και η δυσπραγία της ελληνικής παραγωγής να προσαρμοστεί στις απαιτήσεις της παγκοσμιοποίησης και ανταποκριθεί στις προκλήσεις της ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς, οφείλεται εν πολλοίς στην ύπαρξη ενός αντιπαραγωγικού, γραφειοκρατικού και πελατοκρατικού δημόσιου τομέα. Το πρόβλημα δεν είναι το μέγεθος τους όπως ισχυρίζονται οι συντηρητικοί και οι νεοφιλελεύθεροι αλλά οι δομές του, η λειτουργικότητα του και η αποτελεσματικότητα του.
Το ΠΑΣΟΚ στην ουσία απέτυχε (ή δεν πρόλαβε την περίοδο της ΟΝΕ) να σχεδιάσει και να ολοκληρώσει αυτή την μεταρρύθμιση. Αυτό ίσως είναι το μεγαλύτερο λάθος που μπορεί να του καταλογιστεί, μια και από την συντηρητική παράταξη της χώρας δεν μπορούσε και δεν μπορεί να έχει κανείς αυτή την απαίτηση. Μόνο από το ΠΑΣΟΚ και τις προοδευτικές δυνάμεις μπορούν οι πολίτες να περιμένουν μια τέτοια ουσιαστική αλλαγή. Δυστυχώς, τμήμα των στελεχών του ΠΑΣΟΚ απέκτησε χαρακτηριστικά «κατεστημένου», όπως έχει «γονιδιακά» η παραδοσιακή ελληνική δεξιά, και γι’ αυτό δεν μπόρεσε να συγκρουστεί με τις δομές που το ίδιο διαμόρφωσε που ξεπεράστηκαν από τις ιστορικές, τεχνολογικές και οικονομικές εξελίξεις.
Άρα είναι κάτι περισσότερο από προφανές ότι ο προοδευτικός σοσιαλδημοκρατικός χώρος δεν μπορεί να συντονιστεί-ταυτιστεί με τον δεξιό-συντηρητικό-νεοφιλελεύθεριο χώρο στις επιλογές για την ανασυγκρότηση και την μεταρρύθμιση του δημόσιου τομέα. Για τις δεξιές πολιτικές δυνάμεις το δημόσιο συμβολίζει «κόστος» και «περιορισμό» που αφαιρείται από την «αγορά» και εμποδίζει την «δημιουργικότητα» του ατόμου. Αντίθετα για τους προοδευτικούς δημοκράτες το δημόσιο είναι εγγυητής της ισόρροπης, δίκαιης και δημοκρατικής ανάπτυξης μιας χώρας και μιας κοινωνίας.
Είναι λοιπόν κάτι περισσότερο από προφανές ότι η παρέμβαση της Νέας Δημοκρατίας στην ΕΡΤ υπακούει σε αυτή την βαθύτερη φιλοσοφική και πολιτική προσέγγιση που δεν αντιλαμβάνεται τον μορφωτικό, πολιτιστικό, παιδαγωγικό, ενημερωτικό και δημοκρατικό ρόλο της δημόσιας τηλεόρασης. Δηλαδή ένα ρόλο που σχετίζεται με την αντικειμενική και πλουραλιστική ενημέρωση, την καλλιέργεια του πολιτισμού, των λαϊκών παραδόσεων, την διαμόρφωση ίσων ευκαιριών και την προσπάθεια για αναβάθμιση του μορφωτικού επιπέδου των πιο αδύναμων οικονομικά και κοινωνικών στρωμάτων που δεν έχουν την πρόσβαση σε ποιοτικά και αναβαθμισμένα θεάματα, και πληροφορίες. Αντίθετα, αντιλαμβάνεται την κρατική τηλεόραση, περιοριστικά, ως μέσο επιβολής της κυρίαρχης ιδεολογίας και της τάξης. Δηλαδή ως εργαλείο προπαγάνδας και πειθαναγκασμού των πολιτών.
Συνεπώς, στην περίπτωση της ΕΡΤ δεν κρίνεται το μνημόνιο ή η ορθολογική αναμόρφωση του δημοσίου και των φορέων του. Κρίνεται το ύφος της διακυβέρνησης-εξουσίας και ο ρόλος του κράτους και της πολιτικής εξουσίας σε μια σύγχρονη ευρωπαϊκή κοινωνία… Για το λόγο αυτό το ΠΑΣΟΚ δεν μπορεί να υποχωρήσει στις αξιώσεις και τις μεθοδεύσεις του Αντώνη Σαμαρά και του υπερ-συντηρητικού lobby του οποίου ηγείται.
Η υποχώρηση του προοδευτικού, δημοκρατικού και μεταρρυθμιστικού κόσμου στο κλείσιμο της ΕΡΤ θα αποτελέσει μια στρατηγική πολιτική ήττα που ενδέχεται να καθορίσει εν πολλοίς το νέο κράτος, αλλά και τη «νέα κοινωνία» που θα διαμορφωθεί μετά την κρίση. Είναι προφανές ότι οι νέες δομές δεν μπορούν να έχουν ως πρότυπο το κράτος της περιόδου 1948-1968, το οποίο ευαγγελίζεται η σημερινή («αβερωφική») Νέα Δημοκρατία. Το ΠΑΣΟΚ είναι υποχρεωμένο να υπερασπιστεί την μεγάλη μεταρρύθμιση στον ρόλο και την φυσιογνωμία του κράτους που συντελέστηκε μετά το 1981 και να αγωνιστεί για την μετεξέλιξη του με βάση τα σύγχρονα ευρωπαϊκά και διεθνή πρότυπα που εντάσσουν συνολικά την κρατική και αυτοδιοικητική οργάνωση στο ευρύτερο «ευρωπαϊκό» κοινωνικό και αναπτυξιακό μοντέλο!
*O Μανώλης Πετράκης είναι Μέλος Νομαρχιακής Επιτροπής ΠΑΣΟΚ στον Νομό Ηρακλείου