Τρίτη 18 Ιουνίου 2013

Το κράτος και οι ιδεολογικές διαχωριστικές γραμμές

Δημοσιεύτηκε: openvoice.gr, ΠΟΛΙΤΙΚΗ, 17 Ιουνίου 2013

Όλοι γνωρίζουμε ότι στις ευρωπαϊκές κοινωνίες, μετά την πόλεμο, αλλά και μετά την κατάρρευση του «ανατολικού μπλοκ», υπήρξε προβληματισμός, διαφορετικές εκδοχές και σαφείς διαχωριστικές γραμμές μεταξύ των διαφόρων πολιτικών παρατάξεων για την σημασία και τον ρόλο του κράτους.
Οι πιο συντηρητικές παρατάξεις αντιλαμβάνονται το κράτος με ένα «στενό» τρόπο, κυρίως ως εργαλείο επιβολής της κυρίαρχης αντίληψης-ιδεολογίας και διατήρησης της καθεστηκυίας κοινωνικής τάξης (status quo) και των νόμων. Παράλληλα το προσεγγίζουν ως μόρφωμα ελέγχου της δραστηριότητας των πολιτών και ως εργαλείο επιβολής των εκάστοτε πολιτικά, οικονομικά και κοινωνικά ισχυρών.

Αυτή η αντίληψη είναι ιδιαίτερα έντονη στην ιστορία της ελληνικής δεξιάς («κράτος του χωροφύλακα»), αλλά και στην πολιτική δράση των περισσότερων στελεχών της. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμα και σήμερα η πλειοψηφία των στελεχών της ασχολείται επισταμένα με τα προβλήματα των ένστολων, των ιερωμένων και των δικαστών, αλλά ελάχιστα με τους υπόλοιπους δημοσίους υπαλλήλους, τον ρόλο τους και την προσφορά τους. (Π.χ. ο Πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς έχει συναντηθεί π.χ. με τους απόστρατους αξιωματικούς, αλλά όχι με τους καθηγητές ή τους γιατρούς του ΕΣΥ). Παράλληλα, όσο πιο δεξιά είναι η πολιτική απόχρωση της εκάστοτε πολιτικής δύναμης ή προσώπου τόσο πιο έντονα επιχειρεί να αναβαθμίσει το ρόλο/σημασία του στρατού, της αστυνομίας και της δικαιοσύνης ως κυρίαρχο έναντι κάθε άλλης δραστηριότητας, αλλά και αξίας-παροχής του κράτους ευρύτερα προς τους πολίτες.
Αντίστοιχα, οι πιο φιλελεύθερες πολιτικές δυνάμεις αντιστέκονται σε αυτή την προσέγγιση για τον ρόλο των κρατικών υπηρεσιών, φτάνοντας μέχρι και την εξαφάνιση του. Βέβαια, πολλές φορές οι ιδέες τους οδηγούν στην πλήρη περιθωριοποίηση του κράτους με την υπερβολική εξύψωση του ρόλο του «ατόμου». Αυτό πρακτικά εμποδίζει τον κοινωνικό μετασχηματισμό και την άμβλυνση των κοινωνικών ανισοτήτων μια και με την απόλυτη αποχή των κρατικών δομών συντηρούνται οι κάθε είδους (κυρίως ταξικές) ανισότητες ευκαιριών.
Δηλαδή η απόλυτη απόσυρση του κράτους από σειρά δραστηριοτήτων και παρεμβάσεων για την διαμόρφωση κανόνων στην οικονομική και κοινωνική οργάνωση μιας χώρας, στη πράξη ενισχύει τους κάθε λογής «ισχυρούς» και επιτρέπει την διαιώνιση της ανισότητας και των διακρίσεων, περιορίζοντας τη λειτουργία του λεγόμενου «κοινωνικού ασανσέρ». Μια απόλυτα «φιλελεύθερη» κοινωνία χωρίς κρατικό παρεμβατισμό μοιραία οδηγεί σε μια κοινωνία με δομές φεουδαρχικής ή νομαδικής λειτουργίας και στο εθιμικό δίκαιο του «ισχυρού» ή της «φαμίλιας» που ισχύει ακόμα σε ορεινές περιοχές της πατρίδας μας.
Αντίθετα, οι προοδευτικές παρατάξεις αντιλαμβάνονται, το κράτος ως ένα εργαλείο προάσπισης των δικαιωμάτων των αδυνάτων. Ως ένα εργαλείο επιβολής κανόνων και δικαίου που συνήθως παραβιάζονται από τους ισχυρούς της εκάστοτε κοινωνίας, εις βάρος των πιο αδύναμων μορφωτικά, κοινωνικά, οικονομικά, κλπ. Ως ένα εργαλείο άμβλυνσης των κοινωνικών ανισοτήτων δια της παιδείας και της παροχής ίσων ευκαιριών και στοιχειωδών πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων.
Στο πλαίσιο αυτό, οι προοδευτικές σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις εισήγαγαν την έννοια του κοινωνικού κράτους αλλά και του κράτους ως «μοχλό ανάπτυξης». Το κοινωνικό κράτος αφορά κυρίως τους τομείς της υγείας, της παιδείας, της επαγγελματικής κατάρτισης, της πρόνοιας, της κοινωνικής επανένταξης, της φαρμακευτικής κάλυψης, κλπ. Από την άλλη το αποκεντρωμένο κράτος με οργανωμένες και επιστημονικά άρτιες υπηρεσίες που μελετούν, σχεδιάζουν και καθορίζουν το μοντέλο ανάπτυξης, με σεβασμό στο περιβάλλον, τις τοπικές ιδιαιτερότητες και δυνατότητες, είναι έννοιες και δομές που εισήχθησαν από την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία και τα εργατικά κόμματα.
Ιδιαίτερα, στην Ελλάδα όλα τα παραπάνω, αλλά και η μεγάλη δημοκρατική κατάκτησης της Τοπικής Αυτοδιοίκησης σε επίπεδο Δήμων & Περιφερειών είναι θεσμοί που σε όλες τις μορφές του προωθήθηκαν από τις προοδευτικές μεταρρυθμιστικές δυνάμεις του τόπου. Από τις πρώτες εκπαιδευτικές, οικονομικές και παραγωγικές μεταρρυθμίσεις στις αρχές του 20ου αιώνα από τον Ελευθέριο Βενιζέλο, μέχρι την «Αλλαγή» του 1981 από τον Ανδρέα Παπανδρέου, η προοδευτική δημοκρατική παράταξη στην ουσία εκσυγχρόνιζε την Ελλάδα και την έβαζε στην ίδια μοίρα με τις άλλες ανεπτυγμένες χώρες της εποχής μέσα από την μεταρρύθμιση και την καλύτερη οργάνωση των θεσμών και του κράτους.
Σήμερα, η οικονομική κρίση και η δυσπραγία της ελληνικής παραγωγής να προσαρμοστεί στις απαιτήσεις της παγκοσμιοποίησης και ανταποκριθεί στις προκλήσεις της ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς, οφείλεται εν πολλοίς στην ύπαρξη ενός αντιπαραγωγικού, γραφειοκρατικού και πελατοκρατικού δημόσιου τομέα. Το πρόβλημα δεν είναι το μέγεθος τους όπως ισχυρίζονται οι συντηρητικοί και οι νεοφιλελεύθεροι αλλά οι δομές του, η λειτουργικότητα του και η αποτελεσματικότητα του.


Το ΠΑΣΟΚ στην ουσία απέτυχε (ή δεν πρόλαβε την περίοδο της ΟΝΕ) να σχεδιάσει και να ολοκληρώσει αυτή την μεταρρύθμιση. Αυτό ίσως είναι το μεγαλύτερο λάθος που μπορεί να του καταλογιστεί, μια και από την συντηρητική παράταξη της χώρας δεν μπορούσε και δεν μπορεί να έχει κανείς αυτή την απαίτηση. Μόνο από το ΠΑΣΟΚ και τις προοδευτικές δυνάμεις μπορούν οι πολίτες να περιμένουν μια τέτοια ουσιαστική αλλαγή. Δυστυχώς, τμήμα των στελεχών του ΠΑΣΟΚ απέκτησε χαρακτηριστικά «κατεστημένου», όπως έχει «γονιδιακά» η παραδοσιακή ελληνική δεξιά, και γι’ αυτό δεν μπόρεσε να συγκρουστεί με τις δομές που το ίδιο διαμόρφωσε που ξεπεράστηκαν από τις ιστορικές, τεχνολογικές και οικονομικές εξελίξεις.
Άρα είναι κάτι περισσότερο από προφανές ότι ο προοδευτικός σοσιαλδημοκρατικός χώρος δεν μπορεί να συντονιστεί-ταυτιστεί με τον δεξιό-συντηρητικό-νεοφιλελεύθεριο χώρο στις επιλογές για την ανασυγκρότηση και την μεταρρύθμιση του δημόσιου τομέα. Για τις δεξιές πολιτικές δυνάμεις το δημόσιο συμβολίζει «κόστος» και «περιορισμό» που αφαιρείται από την «αγορά» και εμποδίζει την «δημιουργικότητα» του ατόμου. Αντίθετα για τους προοδευτικούς δημοκράτες το δημόσιο είναι εγγυητής της ισόρροπης, δίκαιης και δημοκρατικής ανάπτυξης μιας χώρας και μιας κοινωνίας.
Είναι λοιπόν κάτι περισσότερο από προφανές ότι η παρέμβαση της Νέας Δημοκρατίας στην ΕΡΤ υπακούει σε αυτή την βαθύτερη φιλοσοφική και πολιτική προσέγγιση που δεν αντιλαμβάνεται τον μορφωτικό, πολιτιστικό, παιδαγωγικό, ενημερωτικό και δημοκρατικό ρόλο της δημόσιας τηλεόρασης. Δηλαδή ένα ρόλο που σχετίζεται με την αντικειμενική και πλουραλιστική ενημέρωση, την καλλιέργεια του πολιτισμού, των λαϊκών παραδόσεων, την διαμόρφωση ίσων ευκαιριών και την προσπάθεια για αναβάθμιση του μορφωτικού επιπέδου των πιο αδύναμων οικονομικά και κοινωνικών στρωμάτων που δεν έχουν την πρόσβαση σε ποιοτικά και αναβαθμισμένα θεάματα, και πληροφορίες. Αντίθετα, αντιλαμβάνεται την κρατική τηλεόραση, περιοριστικά, ως μέσο επιβολής της κυρίαρχης ιδεολογίας και της τάξης. Δηλαδή ως εργαλείο προπαγάνδας και πειθαναγκασμού των πολιτών.
Συνεπώς, στην περίπτωση της ΕΡΤ δεν κρίνεται το μνημόνιο ή η ορθολογική αναμόρφωση του δημοσίου και των φορέων του. Κρίνεται το ύφος της διακυβέρνησης-εξουσίας και ο ρόλος του κράτους και της πολιτικής εξουσίας σε μια σύγχρονη ευρωπαϊκή κοινωνία… Για το λόγο αυτό το ΠΑΣΟΚ δεν μπορεί να υποχωρήσει στις αξιώσεις και τις μεθοδεύσεις του Αντώνη Σαμαρά και του υπερ-συντηρητικού lobby του οποίου ηγείται.
Η υποχώρηση του προοδευτικού, δημοκρατικού και μεταρρυθμιστικού κόσμου στο κλείσιμο της ΕΡΤ θα αποτελέσει μια στρατηγική πολιτική ήττα που ενδέχεται να καθορίσει εν πολλοίς το νέο κράτος, αλλά και τη «νέα κοινωνία» που θα διαμορφωθεί μετά την κρίση. Είναι προφανές ότι οι νέες δομές δεν μπορούν να έχουν ως πρότυπο το κράτος της περιόδου 1948-1968, το οποίο ευαγγελίζεται η σημερινή («αβερωφική») Νέα Δημοκρατία. Το ΠΑΣΟΚ είναι υποχρεωμένο να υπερασπιστεί την μεγάλη μεταρρύθμιση στον ρόλο και την φυσιογνωμία του κράτους που συντελέστηκε μετά το 1981 και να αγωνιστεί για την μετεξέλιξη του με βάση τα σύγχρονα ευρωπαϊκά και διεθνή πρότυπα που εντάσσουν συνολικά την κρατική και αυτοδιοικητική οργάνωση στο ευρύτερο «ευρωπαϊκό» κοινωνικό και αναπτυξιακό μοντέλο!
*O Μανώλης Πετράκης είναι Μέλος Νομαρχιακής Επιτροπής ΠΑΣΟΚ στον Νομό Ηρακλείου

Παρασκευή 7 Ιουνίου 2013

ΕΚΛΟΓΕΣ ΣΤΟ ΠΑΣΟΚ: ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΤΩΡΑ!

Πριν δυο μήνες ολοκληρώθηκαν οι εργασίες του 9ου Συνεδρίου του ΠΑΣΟΚ. Η συζήτηση που πραγματοποιήθηκε επικεντρώθηκε στην αποτίμηση της πολιτικής (θετική, αρνητική, αναγκαία, άδικη, κλπ) της Κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ 2009-2012 και στην σχέση του κόμματος με τη ‘τρικομματική’ Κυβέρνηση. Παράλληλα, υπήρξε μια σημαντική αυτοκριτική, που δυστυχώς μόνο το ΠΑΣΟΚ έχει κάνει, σε αντίθεση με τα νυν και πρώην κόμματα του λεγόμενου «αντιμνημονιακού μπλοκ» (κατά βάση “μνημονιακά” κόμματα αφού ιδρύθηκαν ή μεγεθύνθηκαν επειδή υπήρξε το μνημόνιο), για τα λάθη, τις ατολμίες, τις παλινδρομήσεις και τις παραλείψεις αυτής της περιόδου.

Αυτό όμως που ουσιαστικά έλειψε ήταν η αποτίμηση εσφαλμένων στρατηγικών επιλογών και πολιτικών που ασκήθηκαν τα προηγούμενα έτη (1995-2005), από το ΠΑΣΟΚ, αλλά και τα υπόλοιπα κόμματα, οι οποίες συντέλεσαν στην σημερινή οικονομική και κοινωνική κρίση. Επίσης, η σαφής οριοθέτηση του πολιτικού και ιδεολογικού πλαισίου –πέρα από την ασκούμενη οικονομική πολιτική– στο οποίο θα επιδιώξει να κινηθεί το ΠΑΣΟΚ, από εδώ και μπρος. Όπως και οι κοινωνικές συμμαχίες, που θέλει να οικοδομήσει στην εντός αλλά και στην ‘μετά μνημονίου’ εποχή. Είναι προφανές ότι χωρίς τα παραπάνω το ΠΑΣΟΚ δεν μπορεί να αναπτύξει  γνήσιο και αξιόπιστο πολιτικό λόγο, να εκφράσει τους πολίτες και να εκπροσωπήσει τις παραγωγικές δυνάμεις της ελληνικής κοινωνίας.

Το ΠΑΣΟΚ αποτέλεσε την εξέλιξη της δημοκρατικής παράταξης. Της παράταξης που επί πολλά χρόνια διαμόρφωνε την εθνική στρατηγική και απαντούσε πετυχημένα στις προκλήσεις κάθε περιόδου, στις οποίες ποτέ δεν ανταποκρινόταν ουσιαστικά η «συντηρητική», «λαϊκή», «δεξιά» παράταξη της χώρας. Τα τελευταία τρία χρόνια –με αφορμή τα εκλογικά αποτελέσματα– διατυπώνεται η άποψη ότι το ΠΑΣΟΚ έχασε αυτή την δυνατότητα, γιατί απώλεσε την ιδεολογική-κοινωνική φυσιογνωμία του. Είναι προφανές, ότι οι πολιτικές που ασκήθηκαν δεν είχαν καμία σχέση με το ιδεολογικό πλαίσιο με βάση το οποίο ιδρύθηκε και εξελίχθηκε ΠΑΣΟΚ. Όμως η πραγματική απομάκρυνση από την φυσιογνωμία του είχε ξεκινήσει πολλά χρόνια πριν. Δηλαδή, από το 1994 και μετά, στα πλαίσια της συνολικής διολίσθησης της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας.

Είναι προφανές ότι η Ευρωπαϊκή κρίση σε μεγάλο βαθμό οφείλεται σε αυτή την «διολίσθηση» της σοσιαλδημοκρατίας σε πιο μονεταριστικές θέσεις και στην εγκατάλειψη των κοινωνικών μεταρρυθμίσεων. Ταυτόχρονα, οι δυνάμεις της δεξιάς επέβαλαν ως κυρίαρχο κριτήριο για την επίτευξη της ανταγωνιστικότητας την μείωση του εργατικού κόστους & του κόστους του κοινωνικού κράτους. Σήμερα, μετά την κατάρρευση του «καζινο-καπιταλισμού» επιβάλλεται η αναθεώρηση αυτών των επιλογών, που για να πετύχει θα πρέπει να στηριχτεί στους και από τους λαούς της Ευρώπης! Αυτό είναι πολύ κρίσιμο, μια και παρατηρείται το φαινόμενο οι λαοί να ψηφίζουν όλο και πιο δεξιές-ακροδεξιές λύσεις, όσο εξελίσσεται-βαθαίνει η κρίση…

Εδώ έρχεται ο ιστορικός ρόλος της προοδευτικής δημοκρατικής παράταξης στην Ελλάδα, και των αντίστοιχων δυνάμεων στην Ευρώπη. Της παράταξης που σε κάθε ιστορική περίοδο και σε κάθε σημείο καμπής εξέφραζε την συνισταμένη των επιδιώξεων των παραγωγικών και δημιουργικών δυνάμεων  της χώρας. Το ΠΑΣΟΚ οφείλει να πιάσει το «νήμα» της διαδρομής του από τις πραγματικές αξιακές, θεσμικές, πολιτικές, κοινωνικές, και ιστορικές κατακτήσεις της μεταπολίτευσης. Αυτές που το ίδιο δημιούργησε και που εισήγαγαν στην Ελλάδα το λεγόμενο «παραγωγικό και κοινωνικό συμβόλαιο», καθιστώντας την πραγματικά (και όχι συμβολικά με το «ανήκομε εις τη Δύση») δυτική ευρωπαϊκή χώρα!

Αυτό το λεγόμενο «κοινωνικό συμβόλαιο» (ή «new deal» αμερικανιστί) έχει ξεχωριστή θέση στην ιστορική εξέλιξη της σύγκρουσης «κεφαλαίου-εργασίας». Αυτή ήταν η βιώσιμη απάντηση μετά το «μεγάλο κραχ» στην Αμερική(1929)…  Δηλαδή, την κρίση που προκάλεσε η μονομερής συσσώρευση του οφέλους της ανάπτυξης (1919-1929) και του πλούτου στα χέρια λίγων. Αυτή ήταν η απάντηση που θεμελίωσε την μεικτή οικονομία και το ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο (1950-1980), μετά το αιματοκύλισμα (1939-1945) της Ευρώπης από τις δυνάμεις του εθνικισμού-φασισμού (1930-1945). Δυνάμεις που επιχείρησαν να δώσουν λύση δια του πολέμου στους καπιταλιστικούς ανταγωνισμούς και στα προβλήματα φτώχιας και εξαθλίωσης εντός των εθνικών κρατών.
Η διαμόρφωση ενός νέου κοινωνικού συμβολαίου στα πλαίσια της μεικτής οικονομίας, σε μια άλλη κλίμακα –όχι μόνο εθνική, αλλά ευρωπαϊκή και παγκόσμια– οφείλει να είναι η νέα «λύση» στην κρίση που προέκυψε στο μεσοδιάστημα μεταξύ της κατάρρευσης των δυο «παγκόσμιων μοντέλων» (υπαρκτού σοσιαλισμού/ καζινοκαπιταλισμού, 1989-2008), αλλά και μετά από αυτή! (Άλλωστε το σκανδιναβικό μοντέλο –η πιο εξελιγμένη μορφή σοσιαλδημοκρατίας- δεν αντιμετωπίζει σχεδόν καμία κρίση!!! Παρόλα αυτά η άνοδος της δεξιάς στην Σουηδία το απειλεί.)

Αυτό το νέο παραγωγικό-κοινωνικό συμβόλαιο σε εθνικό-ευρωπαϊκό (αλλά και παγκόσμιο) επίπεδο, οφείλει να αποτελέσει το κέντρο της πολιτικής του ΠΑ.ΣΟ.Κ., της Ελλάδας και της Ευρώπης. Αν βέβαια θέλουμε όχι μόνο να αντιμετωπίσουμε την κρίση, αλλά και να ανταποκριθούμε στις προκλήσεις της παγκοσμιοποίησης. (…Μια και δεν θα υπάρξει ανάστροφη διαδικασία. Η παγκοσμιοποίηση είτε θα οργανωθεί στη βάση των αναγκών των λαών, είτε θα οδηγήσει σε άνευ προηγουμένου φτώχεια, αστάθεια και πολεμικές συγκρούσεις, περίπου ανάλογες με αυτές του πρώτου μισού του 20 αιώνα.)

Συνεπώς, είναι ιστορική ευθύνη του ΠΑΣΟΚ να εκφράσει με καθαρότητα, συνέπεια και αξιοπιστία όλες αυτές τις αξίες (ισοπολιτεία, ισονομία, αξιοκρατία, δικαιοσύνη, διαφάνεια, ίσες ευκαιρίες) πάνω στις οποίες μπορεί να στηθεί η νέα συνεκτική κοινωνική συμφωνία, αλλά και η εθνική προοπτική. Η εκλογική κατάρρευση του δεν οφείλεται απλά στο ότι εφάρμοσε σκληρές πολιτικές. Οφείλεται στο ότι στην προ & μετά ΟΝΕ εποχή είχε «καταφέρει» να εκπροσωπήσει (όπως και η ΝΔ) όλες τις παθογένειες του ελληνικού παραγωγικού-κοινωνικού μοντέλου. Εκτός από τις δημιουργικές παραγωγικές δυνάμεις άρχισε να αγκαλιάζει ταυτόχρονα τμήμα του πελατειακού καπιταλισμού, του παρασιτικού κρατισμού, του συντεχνιακού συνδικαλισμού και του μεσοαστικού λαϊκισμού (…που βαφτίστηκε …πολυσυλλεκτικότητα!)

Η κρίση και οι δημοσιονομικές πολιτικές που αναγκάστηκε να ακολουθήσει έσπασαν αυτό το συνονθύλευμα πάνω στο οποίο στηρίχτηκε το ΠΑΣΟΚ εκλογικά κατά την προ «ΟΝΕ» περίοδο. Παράλληλα, έδωσαν τον χρόνο σε όλα τα άλλα (πλην ΚΚΕ) κόμματα να «αγκαλιάσουν» κάτι από τα παραπάνω (η δεξιά τον παρασιτικό κρατισμό και τμήμα του εθνικού πελατειακού καπιταλισμού, η αριστερά τον συντεχνιακό συνδικαλισμό, η ακροδεξιά τμήμα του εθνικιστικού πελατειακού καπιταλισμού και όλοι μαζί οι «αντιμνημονιακοί» τον μεσοαστικό μυθοπλαστικό λαϊκισμό). Ενώ δεν άφησαν περιθώριο να γεννηθεί και να αναδειχθεί το καινούριο! Δηλαδή μια πρόταση δίκαιης και συνολικής μεταρρύθμισης που θα στηρίζεται στις σοσιαλδημοκρατικές αξίες. Που θα επιδιώκει παράλληλα εξορθολογισμό στις δαπάνες,  δικαιοσύνη στα φορολογικά έσοδα και σπάσιμο των στεγανών-καρτέλ στις κρατικές δομές και την οργάνωση της επιχειρηματικότητας-παραγωγής. (Αυτά τα «στεγανά», τα καρτέλ και «πανελίστες»-πρώην στελέχη του ΠΑΣΟΚ στηρίζουν τον «πετυχημένο» Αντώνη Σαμαρά, ελπίζοντας να φέρουν στα μέτρα τους και εις βάρος της μεσαίας τάξης και του κόσμου της εργασίας την μετά μνημονίου εποχή …και την ανάπτυξη).

Όλες αυτές οι αλλαγές που θέλουμε να δούμε στη χώρα δεν γίνεται να δομηθούν χωρίς την συμμετοχή του «λαϊκού παράγοντα». Τα ελληνικά κόμματα και τα συνδικάτα –ιδιαίτερα μετά την εισβολή της ιδιωτικής τηλεόρασης– απογυμνώθηκαν από την λαϊκή συμμετοχή. Οι πολίτες αποστασιοποιήθηκαν και επέτρεψαν αυτά να εξελιχτούν σε μηχανισμούς νομής εξουσίας, όπου κυριαρχούν ο καιροσκοπισμός και οι προσωπικές στρατηγικές. Αυτή η πορεία πρέπει να αναστραφεί!

Το ΠΑΣΟΚ πρέπει να επανασυνδεθεί με τις ρίζες του, όχι μόνο πολιτικά, αλλά και κοινωνικά! Να επαναφέρει στις τάξεις του λαϊκές δυνάμεις –και δη αυτές που αποτελούν τους νέους «μη προνομιούχους» (νεολαία, μισθωτοί, επιστήμονες, έντιμοι-παραγωγικοί επιχειρηματίες, επαγγελματίες της γειτονιάς, αγρότες). Όλους αυτούς οι οποίοι απειλούνται από τις πολιτικές χριστιανοδημοκρατικής έμπνευσης, που εκπορεύονται από το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα (στο οποίο μετέχουν Σαμαράς, Ραχόι, Μπαρόζο, Μπερλουσκόνι, Σαρκοζί, κ.α.) και οι οποίες επιδιώκουν την προσαρμογή της Ευρώπης στην παγκοσμιοποίηση, ανατρέποντας το εθνικό κοινωνικό συμβόλαιο που είχε διαμορφώσει η σοσιαλδημοκρατία …χωρίς να το αντικαθιστούν με άλλο (ευρωπαϊκό)!

Αντίστοιχα, τα (πολιτικά και κοινωνικά) στελέχη του ΠΑΣΟΚ επιβάλλεται να σταματήσουν να προσεγγίζουν την καθημερινή άσκηση πολιτικής στα «μέτρα» της ατομικής τους πολιτικής επιβίωσης. Επιβάλλεται να διατυπώνουν προτάσεις και πολιτικές που να υπακούουν συγκροτημένα στα παραπάνω, επιχειρώντας να διαμορφώσουν μια νέα κοινωνική συμμαχία. Μια συμμαχία που θα συσπειρώνει τις δυνάμεις που θέλουν να συγκρουστούν με τα θεσμικά, οικονομικά και παραγωγικά «αποστήματα» και θα επιδιώκουν μια δυναμική παραγωγική ανασυγκρότηση. Μια ανασυγκρότηση στη βάση των πλεονεκτημάτων και των δυνατοτήτων της χώρας. Μια ανασυγκρότηση που θα την κατατάξουν σε «ανώτερα» επίπεδα στον παγκόσμιο καταμερισμό παραγωγής-εργασίας.

Πρωτεργάτης σε αυτή την δημιουργική σύγκρουση πρέπει να είναι η μορφωμένη ελληνική νεολαία. Η νεολαία που έχει ζήσει στην Ευρώπη και που ήδη απαρτίζεται από «πολίτες» του κόσμου! Πολίτες που δεν εγκλωβίζονται σε εμφυλιο-πολεμικές ιδεοληψίες και μετα-κομμουνιστικά κατάλοιπα. Που δεν συγκινούνται από τις «σειρήνες του «βολέματος» ή της «αρπαχτής» και που μπορούν/θέλουν να δώσουν τη μάχη για αξίες και ιδανικά, διαμορφώνοντας ένα πιο «καθαρό» και ελπιδοφόρο μέλλον! Μια νεολαία που θα σταθεί απέναντι στην συντηρητική παλινόρθωση και το νεποτισμό, που επιχειρούν οι ακροδεξιοί «πολιτικοί φίλοι» του Αντώνη Σαμαρά.

Οι επικείμενες εκλογές οργάνων στο ΠΑΣΟΚ επιβάλλεται να γίνουν στη βάση της ενότητας, χωρίς στρατεύσεις πίσω και γύρω από πρόσωπα και ηγεσίες, αλλά με σαφή ιδεολογικά και πολιτικά προτάγματα-διαχωρισμούς! Μόνο έτσι, και σε αντίθεση με την πεπατημένη λογική των εκλογών με σκοπό τη νομή εξουσίας, θα μπορέσει το ΠΑΣΟΚ, σε επόμενη φάση, να προκαλέσει εκ νέου την ενεργή συμμετοχή των πολιτών στα κοινά! Συνεπώς, επιβάλλεται να υπάρχει αντιπαράθεση, διάλογος και δημιουργική σύνθεση, που θα ανοίγει ορίζοντες και δεν θα περιχαρακώνεται από διαχειριστικές λογικές… Επιβάλλεται, επιτέλους, οι εσωκομματικές εκλογές να δώσουν πολιτικό αποτέλεσμα!

ΠΕΤΡΑΚΗΣ ΜΑΝΩΛΗΣ
Υποψήφιος για τη νέα
Νομαρχιακή Επιτροπή ΠΑ.ΣΟ.Κ. Ηρακλείου

Σάββατο 25 Μαΐου 2013

Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ ΕΙΝΑΙ ΕΔΩ! ΠΡΟΙΟΝ ΑΝΤΙΠΑΡΑΓΩΓΙΚΗΣ ΣΥΜΜΑΧΙΑΣ ΜΕΡΟΥΣ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΛΙΤ

Όλοι γνωρίζουμε ότι η ευρωπαϊκή-δυτική ιστορία κινείται ανάμεσα τις επιλογές και τις συγκρούσεις των δυνάμεων του «κεφαλαίου» και των δυνάμεων του «προλεταριάτου. Από τη μια οι δυνάμεις του «καπιταλισμού», της αγοράς, όπως λέμε, περνώντας διάφορα στάδια τον 19ο και 20ο αιώνα, κατέληξαν να επιβάλουν τους κανόνες σε αυτό που σήμερα λέμε «παγκοσμιοποίηση - χρηματιστηριακό καπιταλισμό». Από την άλλη οι δυνάμεις της εργασίας, μετά την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού, που ήταν η θρυαλλίδα για την παγκοσμιοποίηση, περιορίστηκαν σε ένα παθητικό-αμυντικό ρόλο, χωρίς να ασκούν πλέον τον πολιτική επιρροή που είχαν στο δεύτερο μισό του 20ο αιώνα.
Ολόκληρη αυτή η σύγκρουση διεξήχθη και διεξάγεται εν πολλοίς μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο των ανθρωπιστικών, πολιτικών και κοινωνικών αξιών που καθόρισε η Γαλλική Επανάσταση και ο Ευρωπαϊκός Διαφωτισμός. Αξίες που ενώ διαπότισαν με θετικό τρόπο την παγκόσμια ιστορία, σήμερα, μέσα στο πλαίσιο της ακραίας –για τα ευρωπαϊκά κοινωνικά δεδομένα– οικονομικής κρίσης, απειλούνται εκ νέου από τις δυνάμεις της ακροδεξιάς. (Ιστορικά η ακροδεξιά και ο φασισμός μπορεί άνετα να θεωρηθεί ότι ήταν η ιδεολογική απάντηση ενός μεγάλου τμήματος της αστικής τάξης -μετα-φεουδαρχικής, βιομηχανικής, εμπορικής- των δεύτερου τετάρτου του 20ου αιώνα, ενάντια στην απειλή που αποτελούσε για τα στενά ταξικά τους συμφέροντα, ο «ολοκληρωτισμός του προλεταριάτου».)
Οι δυνάμεις της εργασίας και της αγοράς δεν έπαψαν ποτέ να συγκρούονται στην ανθρώπινη ιστορία. Όμως η βιομηχανική επανάσταση, η μαζικοποίηση της παραγωγικής διαδικασίας και η συνακόλουθη αστικοποίηση της εργατικής-υπαλληλικής τάξης, επέτρεψαν αυτή να πάρει οργανωμένα και δομημένα χαρακτηριστικά. Χαρακτηριστικά που επί της ουσίας διαμόρφωσαν τα ιδεολογικά ρεύματα, τα πολιτικά σχήματα και τις συνδικαλιστικές δομές που υπάρχουν σήμερα. Δυστυχώς, όμως, τα προοδευτικά σχήματα-πολιτικά ρεύματα που διαμορφώθηκαν από την ιστορική και κοινωνική εξέλιξη, ειδικά στην Ελλάδα, δεν έχουν κατανοήσει, επαρκώς, το νέο πλαίσιο στο οποίο διεξάγεται αυτή η σύγκρουση. Έτσι έχουν συμβάλει στην πλήρη επικράτηση -σε εθνικό επίπεδο και επίπεδο κοινής γνώμης- των ιδεών του οικονομικού φιλελευθερισμού.
Ένα κομμάτι της αριστεράς και των συνδικάτων (ΚΚΕ, ΠΑΜΕ) παραμένει αγκυλωμένο στις κομμουνιστικές θεωρίες! Εξακολουθεί να προτείνει ως μοντέλο οργάνωσης της οικονομίας και της κοινωνίας την κρατικοποίηση των μέσων παραγωγής και τον «κεντρικό προγραμματισμό» από ένα μονοκομματικό «λαϊκό» κράτος! Μοντέλο που κατέρρευσε ακριβώς γιατί δεν μπόρεσε να ακολουθήσει την τεχνολογική και καταναλωτική μετεξέλιξη του «δυτικού» καπιταλισμού. Μοντέλο που δεν μπορεί να επιβιώσει στα όρια ενός μικρού εθνικού κράτους, αλλά και δεν εμπεριέχει ως δομικά στοιχεία, τις ατομικές ελευθερίες και τα πολιτικά δικαιώματα, που οφείλουν να αποτελούν τη βάση μιας σύγχρονης δημοκρατίας. Όπου επιβίωσε (π.χ. Κίνα) το έκανε δια της καπιταλιστικής μεθόδου ανάπτυξης… και μάλιστα με ακραία εκμετάλλευση των δυνάμεων της εργασίας, χωρίς πολιτικά δικαιώματα. Δηλαδή με συνθήκες, που μπορούν να συγκριθούν με ότι ίσχυσε στον ευρωπαϊκό χώρο και τις ΗΠΑ έναν αιώνα πριν!
Ένα άλλο τμήμα της αριστεράς και των συνδικάτων (ΣΥΡΙΖΑ και συνδικαλιστές δημόσιου τομέα) πελαγοδρομεί με διάφορες αναλύσεις και δοξασίες που αναδεικνύουν μια σύγχυση. Κινείται σε ένα εκκρεμές μεταξύ των κομμουνιστικών θεωριών του ‘30 και της ευρωπαϊκής -εθνικού τύπου- σοσιαλδημοκρατίας του ’70. Μεταξύ του (ελληνικού) αντιπαραγωγικού κρατισμού και ενός μεσοαστικού λαϊκισμού-καταναλωτισμού, που αγνοεί το διεθνές οικονομικό περιβάλλον και την νέα (υπερεθνική και νομισματική) ευρωπαϊκή πραγματικότητα και που δεν απαντάει στα ζητήματα της παραγωγής, της ανταγωνιστικότητας, της ροής του παγκόσμιου εμπορίου, του χρηματιστηριακού «ολοκληρωτισμού», της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, του διεθνούς ελέγχου των αγορών, κλπ. Αυτό το τμήμα δίνει μάχες οπισθοφυλακής, καταδικάζοντας την χώρα σε ρόλο δορυφόρου, στις ευρωπαϊκές εξελίξεις, και την ελληνική κοινωνία σε ρόλο «φτωχού» κομπάρσου, στον παγκόσμιο καταμερισμό πλούτου και εργασίας.
Τέλος, ένα τμήμα της αστικής τάξης (Ελλάδας και Ευρώπης) που νιώθει ότι απειλείται από την παγκοσμιοποίηση και το νέο δυναμικό περιβάλλον που αυτή διαμορφώνει, όπως και πολύ μεγάλο απελπισμένο μέρος των δυνάμεων της εργασίας, ανασύρουν την λύση της ακροδεξιάς. Δηλαδή του εθνικισμού-φασισμού ως απάντηση-αντίσταση στην παγκοσμιοποίηση και τους «νέους» διεθνείς-ευρωπαϊκούς νόμους και το ανταγωνιστικό περιβάλλον (με τους «παλιούς» εθνικούς κανόνες το συγκεκριμένο τμήμα της αστικής ελίτ ήταν «βολεμένο») που αυτή διαμορφώνει…  Φυσικά, αυτή η εναντίωση δεν εισάγει κάτι καινούριο! Απλά επιχειρεί, όπως και οι ‘μετακομμουνιστικές’ προσεγγίσεις να ‘οπισθοδρομήσει’ την ιστορία, θεωρώντας ότι η εθνικιστική άμυνα (εθνική παραγωγή, πολιτική αυτάρκειας, κλείσιμο συνόρων, ισχυρός στρατός, κλπ) και η διάλυση της ΕΕ μπορούν να αποτελέσουν μια απάντηση προοπτικής…
Οι παραπάνω δυο εκδοχές της αριστεράς, οι (εθνικές) αστικές δυνάμεις που περιθωριοποιούνται από την εξέλιξη (όπως παλιότερα οι φεουδάρχες) και ο πελατοκρατικός καπιταλισμός, (που εκπροσωπεί αυθεντικά η ελληνική δεξιά του Σαμαρά μαζί με ορισμένες συνδικαλιστικές ηγεσίες του ιδιωτικού τομέα), συγκροτούν τις κυρίαρχες πολιτικές προσεγγίσεις στο ελληνικό πολιτικό και κομματικό σύστημα. Αυτός είναι ο συνδυασμός «ελίτ» και πολιτικών-κοινωνικών δυνάμεων που δεν είδαν τις αλλαγές που γίνονταν την τελευταία δεκαετία του 20ουαιώνα. Αυτές οι δυνάμεις, που κυριάρχησαν στα κόμματα εξουσίας και τα ελληνικά ΜΜΕ δεν ανέλυσαν την σημασία, τις δεσμεύσεις και τις επιπτώσεις που θα έχει για την Ελλάδα η ένταξη στο ενιαίο νόμισμα (μετά το 2000). Παράλληλα, δεν προετοίμασαν τους θεσμούς, την οικονομία και τη κοινωνία για την μετεξέλιξη τους, σε αυτόν τον πιο άναρχο και ανταγωνιστικό κόσμο. Αυτές οι δυνάμεις συγκρούονται σήμερα στα πλαίσια της εγχώριας κρίσης …και την συντηρούν!
Συγκρούονται για την κατανομή του κόστους της βίαιης προσαρμογής -σε αυτά που δεν μπόρεσαν να προβλέψουν- αλλά και για τους οικονομικούς και κοινωνικούς συσχετισμούς που θα διαμορφωθούν μετά από αυτή. Όμως αυτή η σύγκρουση είναι τυφλή, αδιέξοδη και έχει μόνο θύματα! Διεξάγεται με όρους τους παρελθόντος, με ιδεολογικούς –δεξιούς & αριστερούς– δογματισμούς και αγκυλώσεις που καθηλώνουν τη χώρα. Αυτή η σύγκρουση εμποδίζει τον αναγκαίο θεσμικό, πολιτικό, παραγωγικό, κοινωνικό, οικονομικό, μετασχηματισμό, που θα μπολιάσει τις αξίες και τα επιτεύγματα του παρελθόντος (μεταπολίτευση, δημοκρατικοί θεσμοί, κοινωνικό κράτος) με τις προκλήσεις και τις δυνατότητες του μέλλοντος! Που θα απαντάει με θετικό και δημιουργικό (και όχι αμυντικό-οπισθοδρομικό) τρόπο στις προκλήσεις, τις αδικίες και τις αστοχίες της παγκοσμιοποίησης, αλλά και θα διασφαλίζει την θέση της χώρας στην Ευρώπη.
Αυτή η συνολική στασιμότητα και αγκύλωση έχει ως αποτέλεσμα να «πληρώνουν» την κρίση, μέχρι σήμερα, οι πιο αδύναμοι. Επίσης δημιουργεί τις προϋποθέσεις η κρίση να αποβεί εις βάρος των πραγματικών αξιακών, θεσμικών, πολιτικών, κοινωνικών, κ.α. ιστορικών κατακτήσεων της μεταπολίτευσης. Κατακτήσεις που καμία σχέση δεν έχουν με την συντεχνιακή πολιτική (που άσκησαν κατά περιόδους ΠΑΣΟΚ και ΝΔ), ούτε και με την προσέγγιση μικροαστικού καταναλωτικού ευδαιμονισμού, (που είχε επικρατήσει την ‘σάπια’ περίοδο Καραμανλή), τις οποίες υπερασπίζεται η «αριστερά» του ΣΥΡΙΖΑ.
Η χώρα και η κοινωνία χρειάζονται μια φυγή προς τα μπρος.
Μια φυγή που θα στηρίζεται σε κοινωνικές αρχές και ηθικές αξίες και που θα υπηρετεί το εθνικό και συλλογικό συμφέρον χωρίς δογματισμούς, συντεχνιακό πατερναλισμό της πολιτικής και πελατοκρατικές σχέσεις. Μια φυγή που θα θέτει στο επίκεντρο την παραγωγική ανασυγκρότηση της οικονομίας, στη βάση των συγκριτικών πλεονεκτημάτων της χώρας και την αναμόρφωση –όχι συρρίκνωση– του κράτους και των καθολικών κοινωνικών υπηρεσιών.
Φορέας αυτής της εκκίνησης μπορεί να αποτελέσει μόνο η ελληνική νεολαία (νέοι επιχειρηματίες, εργαζόμενοι, επιστήμονες, αγρότες, κλπ) στηριζόμενη στις αρχές και τις αξίες που εισήγαγε η σοσιαλδημοκρατία, σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο.  
Μια φυγή που μπορεί να συντελεστεί –όπως και το 1974– ΜΟΝΟ με τη μαζική συμμετοχή των νέων ανθρώπων στα κοινά και τις πολιτικές συλλογικότητες, εγκαταλείποντας τον «καναπέ» και τον μηδενισμό!
Η  χώρα χρειάζεται μια προοδευτική σοσιαλιστική συμμαχία της νέας γενιάς που θα συγκρουστεί με την «αντιπαραγωγική - καταναλωτική συμμαχία» της προηγούμενης… και με τις δεξιές-φιλελεύθερες αντιλήψεις που κυριαρχούν και τις δεξιές-συντηρητικές που ανακάμπτουν.

ΠΕΤΡΑΚΗΣ ΜΑΝΩΛΗΣ
Μέλος Γραμματείας
ΝΟΕΣ ΠΑΣΟΚ Ηρακλείου

Κυριακή 17 Φεβρουαρίου 2013

9o Συνέδριο ΠΑΣΟΚ : Νέα αφετηρία στηριγμένη σε διαχρονικές αξίες με νέα πρόσωπα


 Το 9ο Συνέδριο του ΠΑΣΟΚ είναι το σημαντικότερο συνέδριο στην ιστορία του, ίσως ακόμα πιο σημαντικό και από το συνέδριο διαδοχής του Ανδρέα Παπανδρέου. Η βασική αιτία για αυτό είναι ότι το ΠΑΣΟΚ διαχειρίστηκε την μεγαλύτερη και πιο ανατρεπτική οικονομική κρίση που περνάει η χώρα από το 1975 και μετά. Μια κρίση που ανέτρεψε πολλά “κεκτημένα”, αλλά κυρίως πολλά δεδομένα και αντιλήψεις πάνω στα οποία στηριζόταν η ελληνική κοινωνία και φυσικά το ελληνικό πολιτικό “παιχνίδι” λαϊκισμού και υποσχέσεων..
Η μεγάλη αλλαγή που έφερε στη χώρα η πρωτοφανής εθνική, ευρωπαϊκή και διεθνής κρίση είναι η επιδείνωση του βιοτικού επιπέδου για το 80% της ελληνικής κοινωνίας! Όμως αυτό που πρέπει να μας αφήσει είναι η αλλαγή στη νοοτροπία με την οποία αντιμετωπίζουμε τον δημόσιο χώρο, τα κοινά και την ατομική μας ευθύνη για το μέλλον αυτού του τόπου. Μόνο αυτή η αλλαγή αντιλήψεων μπορεί να οδηγήσει σε μια πραγματική βιώσιμη, αλλά κυρίως δίκαιη, ανάπτυξη και μια νέα πορεία δημιουργίας και προκοπής. Στη βάση αυτή, όπως και τη περίοδο 1974-1981, είναι κρίσιμος ο ρόλος του ΠΑΣΟΚ και της προοδευτικής δημοκρατικής παράταξης. Για να ανταποκριθεί το ΠΑΣΟΚ σε αυτή την πρόκληση πρέπει να αξιολογήσει τι έχει αλλάξει στην ελληνική κοινωνία, πέρα από την κατάσταση της οικονομίας και του βιοτικού επιπέδου όλων.
  1. Αυτό που διαταράχτηκε στην ελληνική κοινωνία μετά το 1992 είναι η σχέση των πολιτών με τις συλλογικότητες που τους εκπροσωπούν και που διαμορφώνουν τα οράματα και τις πολιτικές προτάσεις σε μια συντεταγμένη κοινωνία. Οι πολίτες απομακρύνθηκαν από τα κόμματα, τα επιστημονικά σωματεία, τους συνδικαλιστικούς φορείς και πάρα πολλές πολιτικο-κοινωνικές συλλογικότητες. Ταυτόχρονα, εγκλωβίστηκαν σε μια ιδιωτική σχέση με την κοινωνία και το “δημόσιο” χώρο μέσα από τον δίαυλο των μέσων ενημέρωσης. Αυτό αλλοίωσε τόσο την λειτουργία των φορέων, που έγιναν περισσότερο συγκεντρωτικοί στη λήψη αποφάσεων, συντεχνιακοί και τάχτηκαν στην υπηρεσία της ιδιοτέλειας των διοικούντων, αδιαφορώντας για την συνολική πορεία της χώρας και της οικονομίας. Όσο και την στάση των πολιτών απέναντι στο κράτος, την κοινωνία και τον συμπολίτη επιχειρηματία, εργαζόμενο, έμπορο, αγρότη, φοιτητή, κλπ. Έτσι, διαμορφώθηκε το έδαφος για την καλλιέργεια του λεγόμενου “κοινωνικού αυτοματισμού”.
Από τότε όλο και περισσότερο κάθε πολίτης-τηλεθεατής δεν αντιμετωπίζει όσα γίνονται γύρω του με βάση μια κοινωνική, ιδεολογική, ταξική, ή συντεχνιακή λογική, που διαμορφώνει από κοινού και σε αλληλεπίδραση, τουλάχιστον με τους «ομοίους» του (ταξικά, ιδεολογικά, επαγγελματικά, κλπ) αλλά με μια εντελώς ατομική προσέγγιση που διαμορφώνεται στο “σαλόνι” του σπιτιού του. Έτσι οι συλλογικότητες, οι φορείς, τα κόμματα, τα πολιτικά πρόσωπα, σταδιακά, σταματούν να προσεγγίζουν τα ζητήματα σε βάθος και με μια ολοκληρωμένη θεώρηση, που στηρίζεται σε κάποιες αρχές και σε κάποιο κοινό τόπο. Αντίθετα, κινούνται με μια λογική εντυπώσεων, στον ελάχιστο κοινό παρανομαστή ώστε να αποσπάσουν την ανοχή της “ατομικής προσέγγισης”, μέσο του τηλεοπτικού δέκτη και να την μετατρέψουν σε δημοσκοπική στατιστική που θα ευνοεί τον έναν ή τον άλλο χειρισμό! Χαρακτηριστική περίπτωση είναι η εμφάνιση και η άνοδος της Χ.Α., των “Ανεξαρτήτων Ελλήνων” και του ΣΥΡΙΖΑ. Κόμματα με επιφανειακό λόγο, ανύπαρκτο προγραμματικό πλαίσιο και επί της ουσίας με κοινές διαπιστώσεις-ρητορεία για την οικονομική κρίση, που ερεθίζει το θυμικό του λαού, καλλιεργεί εντυπώσεις και εκμεταλλεύεται τον ελάχιστο κοινό παρανομαστή…(σε επίπεδο ανάλυσης για τις σχέσεις αιτίας-αποτελέσματος για ότι ζούμε).
Έτσι, το ΠΑΣΟΚ στο πρώτο που πρέπει να απαντήσει μέσα από το συνέδριο του είναι η έναρξη μιας νέας πορείας, όπως το 1974, για την διαμόρφωση μιας νέας αδιαμεσολάβητης σχέσης με τις συλλογικότητες και τους πολίτες. Μιας σχέσης που θα ξεκινάει από τη “βάση” και τις ανάγκες, τις προσδοκίες, και την ελπίδα του λαού. Μιας σχέσης που δεν θα επιχειρεί να δημιουργήσει μια προσδοκία για το όφελος που μπορεί να περιμένει ένας κλάδος ή ένας πολίτης από μια υπουργική απόφαση. Αλλά στο να πείσει για το ποια στρατηγική, ποια πολιτική, ποια ρύθμιση επιφέρει συνολικό όφελος για τη χώρα και τη κοινωνία. Όφελος το οποίο θα επιμεριστεί στις τάξεις, κλάδους, άτομα που την απαρτίζουν με δικαιοσύνη και όχι με «εξαιρέσεις», «παραθυράκια» και συναλλαγή. Μάλιστα αυτό το “όφελος” δεν θα πρέπει να είναι ευκαιριακό, αλλά να ανταποκρίνεται σε μια βιώσιμη στρατηγική διαμορφώνοντας προοπτική και ευκαιρίες για τις επόμενες γενιές.
Άρα η πρώτη σύγκρουση που πρέπει να κάνει ένα δημοκρατικό λαϊκό σοσιαλιστικό κίνημα, για να “βρει ξανά την ψυχή του”, είναι η σύγκρουση με τον ατομικισμό, τον συντεχνιασμό, το βόλεμα και τον ωχαδερφισμό, που άνθισε τη δεκαετία του '90. Από αυτή την άποψη η κρίση ήταν μια ευκαιρία για το ΠΑΣΟΚ (που την έχει εν μέρει αξιοποιήσει) και (δυστυχώς) παραμένει μια αναξιοποίητη ευκαιρία για τα υπόλοιπα κόμματα (κυρίως τη ΝΔ).
  1. Το δεύτερο στο οποίο πρέπει να ανταποκριθεί το συνέδριο του ΠΑΣΟΚ είναι μια ρεαλιστική αποτίμηση όχι μόνο της τελευταίας περιόδου (2008-2013), αλλά ολόκληρης της ιστορικής του διαδρομής από το 1992 και μετά. Σε αυτή την πορεία το 1996 ήταν ένα σημείο καμπής. Όχι μόνο λόγω του θανάτου και της διαδοχής του Ανδρέα Παπανδρέου, αλλά γιατί εκείνη την περίοδο πραγματώθηκε μια συνολική στροφή (ή μετάλλαξη) της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας σε σχέση με την αντιμετώπιση της αγοράς και δη του κεφαλαιοκρατικού πυρήνα της (χρηματιστηριακό-τραπεζικό κεφάλαιο.) Η ευρωπαϊκή και η ελληνική σοσιαλδημοκρατία, (ιδιαίτερα μια ομάδα στελεχών που είχε κεντρώα χαρακτηριστικά μαζί με μια νεότερη ομάδα στελεχών που δεν είχε τις ιστορικές-κοινωνικές παραστάσεις της περιόδου 1950-1975) απέκτησαν μια 'διαλεκτική' σχέση με ιδέες του ΕΛΚ και του φιλελευθερισμού.
Η πτώση του ανατολικού μπλοκ ερμηνεύτηκε ως μια καθολική νίκη του φιλελεύθερου μοντέλου οργάνωσης της οικονομίας, που από το 1980 υλοποιούσαν επιθετικά ΗΠΑ και Μ. Βρετανία. Αυτή η νίκη δεν περιορίστηκε μόνο επί του σοβιετικού «μοντέλου» κρατικής οργάνωσης της παραγωγής, αλλά άσκησε πιέσεις και στην σοσιαλδημοκρατία. Την περίοδο του “ψυχρού πολέμου” στα ανατολικά καθεστώτα, όλα γίνονταν όχι για την βελτίωση της θέσης του λαού, αλλά για την βελτίωση της “εικόνας” του συστήματος προς τη Δύση και μετά από ένα σημείο καμπής για την επιβίωση του ίδιου του συστήματος, που τελικά δεν κατέστη δυνατή και κατέρρευσε “από μέσα”. Έτσι και στο σημερινό δυτικό καπιταλιστικό μοντέλο, μετά την ιδεολογική επικράτηση του και υπό την πίεση της παγκοσμιοποίησης (σημείο καμπής) αρχίζει να αποκτά μεγαλύτερη σημασία η επιβίωση του «δυτικού» μοντέλου ισχύος (έναντι του αντίστοιχου Κίνας, Ινδίας, Ρωσίας, κλπ), παρά η βελτίωση της θέσης των πολιτών σε αυτό. Έτσι πιέζονται και στοχοποιούνται βασικές δομές του κοινωνικού κράτους που χρηματοδοτούνται με δημόσιους πόρους, στους οποίους συμμετέχει όλο και λιγότερο η φορολογία του χρηματοπιστωτικού πλούτου.
Σήμερα, αποδεικνύεται περίτρανα η συντριβή της επιλογής που έκαναν μεγάλα τμήματα της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, ολισθαίνοντας προς ένα συμβιβασμό με τον νεο-φιλελευθερισμό. Δηλαδή με την παραδοχή ότι ένας απελευθερωμένος ιδιωτικός τομέας σε όλα τα επίπεδα, μπορεί να παράγει-διασφαλίσει πλούτο ο οποίος θα μοιράζεται δίκαια μέσω ενός σοσιαλδημοκρατικά οργανωμένου κοινωνικού κράτους. Αν και αυτή η θεώρηση λίγο-πολύ δεν έχει ανατραπεί ιστορικά (όπως το κομμουνιστικό μοντέλο) σήμερα αναδεικνύεται ότι δεν μπορεί να έχει μια τέτοια καθολικότητα. Δηλαδή, ο ιδιωτικός τομέας δεν πρέπει να είναι “απελευθερωμένος” σε όλα τα επίπεδα. Γιατί όταν συμβαίνει αυτό η «οικονομία» πιέζει όλο και περισσότερο για ανακύκλωση μεγαλύτερου μέρους του παραγόμενου πλούτου στις δομές της αγοράς, που μέχρι τώρα διαμοιραζόταν η κοινωνία. Αυτό γίνεται εντονότερο όσο αυξάνεται ο εμπορικός ανταγωνισμός με τις χώρες του “BRIC” ή σε περιόδους κρίσης του “υπερ-ελεύθερου χρηματοπιστωτικού τομέα.
Ευτυχώς ή δυστυχώς είναι προφανές ότι το ευρωπαϊκό σοσιαλδημοκρατικό μοντέλο, ακόμα και μετά την κακοποίηση του από τις δυνάμεις της δεξιάς, είναι πιο δίκαιο από το αντίστοιχο ασιατικό, και άρα προς μακροπρόθεσμο όφελος των λαών της Ευρώπης να επιβιώσει και να κυριαρχήσει. Στην πορεία όμως αυτή χρειάζεται ένα διαφορετικό σημείο ισορροπίας, ιδιαίτερα εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία αντιμετωπίζει και το δίλημμα της πολιτικής ή μη ολοκλήρωσης της, μαζί με το ζήτημα της ισόρροπης ανάπτυξης. Αυτό το σημείο ισορροπίας οφείλει να αναζητηθεί στον πυρήνα των σοσιαλδημοκρατικών ιδεών. Με βάση όλα τα παραπάνω το ΠΑΣΟΚ δεν μπορεί να πετάξει την ιστορία του! Οφείλει όμως να την κατανοήσει και να διορθώσει τις παραδοχές που έγιναν μετά την πτώση του κομμουνισμού και την ολίσθηση στην οποία αυτές οδήγησαν!
Αυτό πρέπει να γίνει ακόμα και αν είναι γενικά παραδεκτό ότι η πορεία της περιόδου 1993-2001 ήταν μια από τις θετικές συνεισφορές του Κινήματος στην ιστορία της χώρας. Για ακόμα μια φορά, όπως διαχρονικά έκανε η δημοκρατική παράταξη (από τον Χ. Τρικούπη και ιδιαίτερα από τον Ελ. Βενιζέλο και μετά) διασφάλισε η χώρα να βρίσκεται πάνω σε ένα “ισχυρό & δημιουργικό τραίνο” μέσα στο οποίο σίγουρα έχουμε και μπορούμε να διεκδικήσουμε μια καλύτερη προοπτική. Όμως το ΠΑΣΟΚ οφείλει να συμπεράνει αβίαστα ότι ο “κορπορατικός καπιταλισμός” με την υποστήριξη του δημοσίου και οι ΔΕΚΟ «ιδιοκτησία του συστήματος εξουσίας» ...απέτυχαν! Απέτυχε τόσο γιατί το μοντέλο ανάπτυξης δεν είχε πραγματική παραγωγική βάση, αλλά και γιατί ήταν στρεβλό, αφού στηριζόταν στον “προστατευτισμό” κεφαλαιοκρατών και εργαζομένων (ένθεν και εκείθεν) και όχι την αξιοκρατία, την έρευνα, την καινοτομία, την ανταγωνιστικότητα, την εξωστρέφεια. Ήταν ένα μοντέλο που έστρεφε τον πλούτο προς την κατανάλωση, τις εισαγωγές και τα «πελατειακά» δημόσια έργα και όχι στην συνετή αποταμίευση ή την παραγωγική επαν-επένδυση!
Στα πλαίσια λοιπόν της ανασκόπησης αυτής της περιόδου, στα πλαίσια του συνεδρίου και ευρύτερα, πρέπει να γίνει καθολικά αποδεκτό ότι η αλλαγή του μοντέλου που απέτυχε και η αναθεώρηση των παραδοχών στις οποίες στηρίχτηκε η “στροφή” της σοσιαλδημοκρατίας, δεν μπορεί να στηριχτεί στα στελέχη (προσκηνίου και παρασκηνίου) που το διαμόρφωσαν, το υλοποίησαν και σε κάποιο βαθμό το στηρίζουν ή αναπαράγουν ακόμα και σήμερα!


  1. Το τρίτο σημείο στο οποίο απαιτείται το ΠΑΣΟΚ να δώσει μια σταθερή, ενιαία και ξεκάθαρη απάντηση είναι η αποτίμηση της διαχείρισης της κρίσης από το 2008(!) και μετά. Όλοι κατανοούμε ότι η κρίση δεν εμφανίστηκε στην Ελλάδα τον Δεκέμβριο του 2009 και “έσκασε” τον Φεβρουάριο-Μάρτιο του 2010. Η κρίση έφτασε στην Ελλάδα το 2008 και ο κρατικός προϋπολογισμός τέθηκε εκτός ελέγχου το πρώτο τρίμηνο του 2009, ενόψει των διπλών εκλογών στις οποίες οδήγησε την χώρα ο Κώστας Καραμανλής, σε μια προσπάθεια διατήρησης της εξουσίας.
Ο Κώστας Καραμανλής πέρα από την παταγώδη του αποτυχία να κυβερνήσει τη χώρα, απέτυχε τραγικά να διοικήσει ακόμα και την Κυβέρνηση του, όπως και να ελέγξει το ίδιο του το κόμμα. Παρά τις φωνές που μίλαγαν για περιστολή δαπανών και για συνετή οικονομικά διακυβέρνηση, που υποτίθεται ότι οδήγησαν στις εκλογές του 2007, τίποτα από τα παραπάνω δεν συνέβη. Μάλιστα η Νέα Δημοκρατία δεν τόλμησε να υιοθετήσει την πρόταση του Γιώργου Παπανδρέου και του ΠΑΣΟΚ για διπλές εκλογές τον Ιούνιο του 2009. Τότε, μια Κυβέρνηση που θα αναλάμβανε στη μέση του οικονομικού έτους, θα είχε την δυνατότητα να οργανώσει με διαφορετικό τρόπο την εκτέλεση του προϋπολογισμού (δυστυχώς όμως όχι και του δανειακού προγράμματος, αφού ο Παπαθανασίου το είχε ήδη υπερβεί!) Φυσικά, είναι υποκριτική η άποψη που λέει: “γιατί το ΠΑΣΟΚ δεν στήριξε τον Καραμανλή την άνοιξη του 2009 σε μέτρα ευθύνης;” Είναι προφανές ότι η Κυβέρνηση του Κώστα Καραμανλή ήθελε να επιβάλει μονομερή μέτρα περιστολής σε μισθούς, συντάξεις και κοινωνικές πολιτικές, (εύκολη υλοποίηση και συμβατή με το μοντέλο του ΕΛΚ), τα οποία διαρκώς ανέβαλε από το 2007!
Από την άλλη όμως δεν μπορούσε να τιθασεύσει με τίποτα τους διορισμούς και το κομματικό -σπάταλο- κράτος! Ενώ ο χώρος της δεξιάς ήταν και παραμένει αδύναμος στην προώθηση ουσιαστικών μεταρρυθμίσεων στο κράτος/γραφειοκρατία και το παραγωγικό μοντέλο που θα οδηγούν στην «απο-καρτελοποίηση» της οικονομίας, στην ισόρροπη-δίκαιη ανάπτυξη και την ενίσχυση της περιφέρειας με άξονα τα συγκριτικά πλεονεκτήματα των «τόπων». Συνεπώς, η στήριξη του ΠΑΣΟΚ στο «κενό» του Κώστα Καραμανλή θα ήταν απλά ένα τρικ, ώστε το ΠΑΣΟΚ να ταυτιστεί με τη ΝΔ, χωρίς κανένα πρακτικό αποτέλεσμα για το λαό και κυρίως για την προοπτική της χώρας! Άλλωστε, ο Κώστας Καραμανλής διατυμπάνιζε ότι είχαμε “θωρακισμένη οικονομία”, ενώ απλά αναζητούσε ένα προπέτασμα για να καλύψει όλα τα ψέματα που έλεγε τον ελληνικό λαό (…από το 2002 & μετά…)
Με βάση τα παραπάνω, και την χαμένη διετία (για μέτρα) ή πενταετία (για μεταρρυθμίσεις) τα μέτρα λιτότητας και εν γένει η οικονομική δυστοκία στην αγορά για μερικά χρόνια δεν μπορούσε να αποφευχθεί με κανένα τρόπο, μετά τον Ιούλιο του 2009. Σίγουρα όμως θα μπορούσε να γίνει εθνική προσπάθεια να αποφευχθεί το μνημόνιο! Αυτή η εθνική προσπάθεια έπρεπε να ξεκινήσει από τον Κώστα Καραμανλή, λέγοντας την πλήρη αλήθεια εγκαταλείποντας την εξουσία τον Ιούνιο του 2009. Αλήθεια που δεν τόλμησε να πει ούτε τον Μάρτιο, ούτε τον Ιούνιο, ούτε φυσικά τον Σεπτέμβριο του 2009! Στην συνέχεια ως αναγκαία, αλλά όχι ικανή συνθήκη, απαιτούνταν η εσωτερική πολιτική συναίνεση και η αρωγή των εταίρων. Αρωγή σε δυο επίπεδα! Σε επίπεδο μιας ασπίδας δηλώσεων για την προστασία του Ευρώ και κάθε χώρας που θα κινδυνέψει, και σε επίπεδο θεσμών εντός της ΕΕ με ενεργοποίηση της ΕΚΤ σε πρώτη φάση.
Τα παραπάνω ήταν η επιδίωξη του ΠΑΣΟΚ και του Γιώργου Παπανδρέου. Να ειπωθεί η αλήθεια, σε λαό και εταίρους για την πραγματική κατάσταση της ελληνικής οικονομίας, και να διαμορφωθεί ευρωπαϊκή ασπίδα για την Ελλάδα. Το δεύτερο κατ' ουσία το αρνήθηκε στην πρώτη φάση η κ. Μέρκελ, παρά τις πιέσεις ακόμα και του Σαρκοζί. Έτσι, ενώ απλόχερα η ΕΕ και οι θεσμοί της παρείχαν “ασπίδα ψεύδους” και “ιδεολογικο-κομματικής αλληλεγγύης” στην δεξιά Κυβέρνηση του Κώστα Καραμανλή, αρνήθηκαν την «ασπίδα», μετά την «αλήθεια», και την ευρωπαϊκή αλληλεγγύη στην Ελλάδα. Μάλιστα, τόσο διεθνή όσο και εγχώρια κέντρα αξιοποίησαν αυτή την αλήθεια και την ταυτόχρονη άρνηση ευρωπαϊκής αλληλεγγύης, (που με ορισμένες δηλώσεις μετατρεπόταν σε επίθεση) ενάντια των απλών Ελλήνων. Στόχος τους να απαιτήσουν τα σκληρά μέτρα που είχε υποσχεθεί στο παρασκήνιο ο Καραμανλής. Αλλά και να επιτεθούν ιδεολογικά στο “κράτος”, στη βάση των φιλελεύθερων ιδεολογημάτων και όχι στο «κακό κράτος» στη βάση απαίτησης μεταρρυθμίσεων επειδή έχει δομηθεί στρεβλά.)
Δυστυχώς αυτή η κατάσταση σε επίπεδο Ευρώπης δεν μπορούσε να προβλεφθεί. Ακόμα και αν το ΠΑΣΟΚ έπαιρνε τα μέτρα του Ιανουαρίου-Μαρτίου 2010, το Νοέμβριο του 2009 δεν θα κέρδιζε την ευρωπαϊκή προστασία. Οι δηλώσεις των Ευρωπαίων αξιωματούχων αποδεικνύουν ότι επιζητούσαν μια “τιμωρητική αλληλεγγύη”. Δηλαδή βοήθεια μόνο με επώδυνες θυσίες και φυσικά ιδεολογικά κατευθυνόμενες προς τα δεξιά, μια και πίστευαν ότι ήταν μόνο ελληνική ευθύνη (της Κυβέρνησης Καραμανλή) ο δημοσιονομικός εκτροχιασμός και ότι η Ελλάδα προκάλεσε την κρίση του Ευρώ! Παράλληλα, η Μέρκελ επέλεξε στρατηγικά να αξιοποιεί την κρίση και την οικονομική αδυναμία πολλών χωρών για να εισάγει στην Ε.Ε. θεσμούς και διαδικασίες που μακροπρόθεσμα θα διασφαλίζουν μεν την δημοσιονομική πειθαρχία και τη νομισματική σταθερότητα, αλλά λόγω της ανομοιογένειας των οικονομιών και της χρηματοδοτικά “αδύναμης” πολιτικής συνοχής, θα συντηρούν την φτώχεια, θα οδηγούν στην παθητική «δορυφοροποίηση» των αδύναμων χωρών, με ενδεχόμενο μακροπρόθεσμα να τις οδηγήσουν ακόμα και σε παραγωγική κατάρρευση.
Επιπρόσθετα, αυτό που ήταν ακόμα πιο δύσκολο να προβλεφθεί ήταν το κλείσιμο των αγορών για την Ελλάδα. Κλείσιμο που είναι προφανές ότι δεν οφειλόταν μονοδιάστατα στην κατάσταση της ελληνικής οικονομίας. Γι' αυτό και είναι αστεία η άποψη ότι «…το μνημόνιο το έφερε το έλλειμμα του 12,6% επί του ΑΕΠ” ή “αν είχε ανακοινωθεί όσο το είχε προβλέψει τον Σεπτέμβριο ο Πρόεδρος της ΤτΕ (~10++%) τα πράγματα θα πήγαιναν καλύτερα…». Η κατάσταση ήταν τραγική από τις αρχές του 2009, όπου η Κυβέρνηση Καραμανλή δανείστηκε ~57 δις σε 6 μήνες, όταν το προβλεπόμενο ετήσιο δανειακό πρόγραμμα του 2009 ήταν 40 δις. Τότε όμως ήταν υπαρκτή η ευρωπαϊκή αλληλεγγύη ...δια της σιωπής και της συγκάλυψης! (Ακόμα και ο Στάινμπουργκ, σήμερα υποψήφιος καγκελάριος του αντιπολιτευόμενου SPD, τότε απλά πρώην Υπουργός Οικονομικών, είχε κάνει τότε δηλώσεις υπέρ της με κάθε κόστος προστασίας του €, για να μην κλονιστεί η Ελλάδα και η Ευρώπη).
Ακόμα λοιπόν και με έλλειμμα 10%+ η στάση των Ευρωπαίων αξιωματούχων (της δεξιάς) έναντι μιας προοδευτικής Κυβέρνησης, και συνακόλουθα η αντίδραση των αγορών σε αυτή την αντιευρωπαϊκή στάση της δεξιάς, (και όχι ενάντια στην Ελλάδα) ήταν δεδομένη. Συνεπώς, είναι αδιανόητο, σήμερα, στη δημόσια συζήτηση, αλλά κυρίως εντός του ΠΑΣΟΚ να μην έχει αποτιμηθεί με ρεαλισμό εκείνη η περίοδος και να εξακολουθούν να κυκλοφορούν σενάρια, είτε για εσκεμμένες επιλογές της Κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ, είτε για επιλογές που αν γίνονταν τον Οκτώβρη-Νοέμβρη του 2009 θα απέτρεπαν την δημιουργία του προσωρινού ευρωπαϊκού (& όχι προσφυγή σε πρόγραμμα του ΔΝΤ) μηχανισμού στήριξης και την προσφυγή της χώρας σε αυτόν...


  1. Τέλος το επικείμενο συνέδριο του ΠΑΣΟΚ επιβάλλεται να απαντήσει με ειλικρίνεια ποιες είναι οι κοινωνικές ομάδες τις οποίες επιδιώκει να εκπροσωπήσει και ποιες είναι οι παραγωγικές συμμαχίες που επιδιώκει να οικοδομήσει. Το ΠΑΣΟΚ δεν μπορεί να πορευτεί ούτε με τις δυνάμεις του κρατικοδίαιτου μεταπρατικού επιχειρείν, ούτε με αυτές του συντεχνιακού καταναλωτισμού. Το ΠΑΣΟΚ οφείλει να εμπνεύσει την μορφωμένη ελληνική νεολαία και της δυναμικές παραγωγικές δυνάμεις του ελληνισμού που ασφυκτιούν από το μοντέλο κράτους που έχουν επιβάλει μερικές οικογένειες σε αυτή τη χώρα, από κοινού με τις ελίτ συγκεκριμένων (κλειστών) επαγγελματικών κλάδων. Ταυτόχρονα επιβάλλεται να εκπροσωπήσει τη νέα ομάδα μη προνομιούχων που προέρχονται κυρίως από τον χώρο της μισθωτής εργασίας και τους ανέργους. Αυτή η ομάδα πλήττεται περισσότερο από την κατάρρευση του «παλαιού» παραγωγικού μοντέλου και αυτή η ομάδα κινδυνεύει περισσότερο αν το «νέο μοντέλο» αντιγράψει το παλιό (κάτι το οποίο στην ουσία επιδιώκει να κάνει η Νέα Δημοκρατία του Σαμαρά) με απλή ανακατανομή ρόλων και ισχύος στο επίπεδο των «μεγιστάνων» και μεταφορά πλούτου από τις ανάγκες των πολλών για επιβίωση στην ανάγκη των λίγων για ισχυροποίηση στο νέο περιβάλλον.
Προκειμένου, το ΠΑΣΟΚ να επικοινωνήσει με αυτές τις δυνάμεις και στη συνέχεια να κτίσει μια νέα σχέση εμπιστοσύνης πάνω στην οποία θα στηριχτεί για να προωθήσει αλλαγές τόσο επί της ασκούμενης κοινωνικής πολιτικής, αλλά κυρίως επί των μεταρρυθμίσεων, απαιτείται αλλαγή προσώπων. Η γενιά της υποχώρησης έναντι των ιδεών του ΕΛΚ δεν μπορεί να προσφέρει τίποτα σε αυτή τη πορεία. Επίσης επειδή μαζί με την προηγούμενη γενιά στελεχών έχουν συνδεθεί τόσο πολύ με το αποτυχημένο μοντέλο επιχειρηματικότητας-κράτους-συνδικαλισμού δεν έχουν την αξιοπιστία, αλλά και το ηθικό ανάστημα να οδηγήσουν/χτίσουν μια τέτοια πορεία.
Αυτή η αλλαγή προσώπων δεν μπορεί να γίνει με απολιτικά χαρακτηριστικά, με λογικές «οικογενειοκρατίας», ή μέσα από γραφεία νομής εξουσίας και μέσα από ανταγωνισμούς ψήφων ή «τοπικής» επιρροής. Επιβάλλεται να γίνει πολιτικά και να απαντάει στο ζήτημα της οργάνωσης και διαμόρφωσης ενός νέου κόμματος με τα χαρακτηριστικά που αναφέρονται παραπάνω και με σαφείς ιδεολογικούς και πολιτικούς στόχους, αλλά και διαχωριστικές γραμμές τόσο από την δεξιά σε όλες τις εκφάνσεις της, όσο και από τον λαϊκισμό της “αριστεράς”.
Αυτά τα δυο ζητήματα (συμμαχιών και αλλαγής προσώπων) είναι αυτά που αναλόγως με το πως θα επιλυθούν θα διαμορφώσουν την φυσιογνωμία του ΠΑΣΟΚ και θα καθορίσουν την μελλοντική του πορεία. Αντίθετα, δυστυχώς ή ευτυχώς, το δίλημμα “μέσα ή έξω από την Κυβέρνηση” είναι ακόμα ένα ψευτοδίλημμα που επιβάλει στον διάλογο εντός του ΠΑΣΟΚ η γενιά του χτες. Παρόμοιας προσέγγισης είναι και ο “θαυμασμός” προς τον Σαμαρά ή η αναζήτηση ενός καινούριου οχήματος (κόμματα) που θα γεμίσει με παλιά υλικά. Όλη αυτή η “αναζήτηση” εκφράζει τον διακαή πόθο του συστήματος εξουσίας που διαμορφώθηκε μετά το 1989 (επιχειρηματίες, ΜΜΕ, στελέχη με μακρά κυβερνητική θητεία, κλπ) για κόμματα “επικοινωνιακού σωλήνα” στον χώρο της κεντροδεξιάς, τα οποία θα υπηρετούν τις στρατηγικές τους επιλογές, με συνθήματα και απλουστεύσεις.
Στο πλαίσιο αυτό βολεύονται με την ύπαρξη ενός παρόμοιου μορφώματος προς τα αριστερά και την δημόσια απαξίωση του ΠΑΣΟΚ από στελέχη που φέρουν την “ιστορική” σφραγίδα του, αλλά δεν έχουν κρατήσει σχεδόν τίποτα από την ψυχή του! Αυτή η γενιά του αποτυχημένου παραγωγικού μοντέλου και της ένταξης στην ΟΝΕ στηριγμένη σε πήλινα πόδια, επιχειρεί με συνθήματα και επιφανειακές προσεγγίσεις να διατηρήσει τα κεκτημένα της εντός του κομματικού “συστήματος” και στην ουσία να προστατέψει νησίδες του οικονομικού μοντέλου που κατέρρευσε!
Έτσι στο ψευτοδίλημμα της συμμετοχής στην Κυβέρνηση η θέση του ΠΑΣΟΚ οφείλει να είναι ξεκάθαρη. Η σημερινή Κυβέρνηση δεν αντιμετωπίζεται σαν μια Κυβέρνηση όπου τα κόμματα πορεύονται μόνο με βάση τον προγραμματικό τους λόγο. Η σημερινή Κυβέρνηση πρέπει να δρομολογήσει τις συνθήκες εξόδους της χώρας από τη κρίση, αλλά κυρίως έκτακτες πολιτικές ανακούφισης της κοινωνίας μέσο της αναμόρφωσης του κοινωνικού κράτους. Σε καμία όμως περίπτωση δεν μπορεί και δεν πρέπει να διαμορφώσει την δομή της οικονομίας, της παραγωγής, του κράτους και της κοινωνίας για την περίοδο μετά την κρίση. Η επόμενη μέρα της χώρας δεν μπορεί να είναι προϊόν συμβιβασμού! Οφείλει να είναι προϊόν δημιουργικής αντιπαράθεσης ιδεών. Από τη μια οι ιδέες της συντήρησης, της οικονομίας των καρτέλ-παρασιτισμού και της δήθεν ουδέτερης προσαρμογής στα δεδομένα και από την άλλη οι ιδέες της προόδου, της εμβάθυνσης της δημοκρατίας, της ανοιχτής παραγωγικής ανασυγκρότησης και της δίκαιης κοινωνίας. Η «Κυβέρνηση Σαμαρά» δεν είναι μια κυβέρνηση προγραμματικής σύγκλισης και μακράς πνοής. Είναι μια Κυβέρνηση διαχείρισης αναγκαστικών πολιτικών, στα πλαίσια της στρατηγικής που επέλεξε το ΠΑΣΟΚ το 2010, και εξισορρόπησης των αντιθέσεων σε μια κοινωνία που εξωθείται στα άκρα από ανεύθυνες ρητορείες και που εξωθείται να αποδεχτεί την βία ως εργαλείο επίτευξης λύσεων.
Όλα τα παραπάνω ως διαπιστώσεις, θέσεις και ζητούμενα θα κρίνουν αν το 9ο Συνέδριο του ΠΑΣΟΚ θα είναι αφετηρία μιας ανοδικής πορείας και αν η μεγάλη δημοκρατική παράταξη θα καταφέρει να παίξει τον ρόλο που της επιφυλάσσει η ιστορία μετά από μεγάλες κρίσεις. Τα χρόνια που πέρασαν έδειξαν ότι το ΠΑΣΟΚ παρότι δεν απέτυχε στην διαχείριση της κρίσης (η χώρα δεν έζησε τα χειρότερα, διατηρεί την θεσμική της οργάνωση και παραμένει στην Ε.Ε.)…δεν πέτυχε κιόλας… Δεν πέτυχε γιατί πολλά στελέχη του είναι εγκλωβισμένα στα «δεσμά» και τις εξαρτήσεις του χτες. Δεν πέτυχε γιατί πολλά στελέχη του αντιλαμβάνονται -ακόμα και σήμερα- την πολιτική και το κόμμα/-τα, μέσα από τις δικές τους επιδιώξεις. Δεν πέτυχε γιατί εδώ και 2 δεκαετίες το ΠΑΣΟΚ δεν έχει κάνει ουσιαστική ανανέωση στο πολιτικό του δυναμικό!
Επειδή, η «εγκυμοσύνη» του καινούριου δεν έχει ακόμα ολοκληρωθεί είναι ή ώρα μιας νέας γενιάς, που έχει βιώσει όλες τις κοσμογονικές εξελίξεις των τελευταίων 20 ετών, χωρίς τις αγκυλώσεις του παρελθόντος αλλά και χωρίς το δέος του “νεοφώτιστου”, να την ολοκληρώσει. Δηλαδή να αναλάβει την τύχη του ΠΑ.ΣΟ.Κ., και τις τύχες της χώρας...ιδιαίτερα τώρα που πλήττεται από την συσσωρευμένες αποτυχημένες επιλογές πολλών ετών!


Πετράκης Μανώλης
Μέλος Γραμματείας ΝΟΕΣ Ηρακλείου
υπεύθυνος Επικοινωνίας-Τύπου, υπεύθυνος ΔΟΕΣ Βιάννου