Το 9ο Συνέδριο του ΠΑΣΟΚ είναι το
σημαντικότερο συνέδριο στην ιστορία
του, ίσως ακόμα πιο σημαντικό και από
το συνέδριο διαδοχής του Ανδρέα
Παπανδρέου. Η βασική αιτία για αυτό
είναι ότι το ΠΑΣΟΚ διαχειρίστηκε την
μεγαλύτερη και πιο ανατρεπτική οικονομική
κρίση που περνάει η χώρα από το 1975 και
μετά. Μια κρίση που ανέτρεψε πολλά
“κεκτημένα”, αλλά κυρίως πολλά δεδομένα
και αντιλήψεις πάνω στα οποία στηριζόταν
η ελληνική κοινωνία και φυσικά το
ελληνικό πολιτικό “παιχνίδι” λαϊκισμού
και υποσχέσεων..
Η μεγάλη αλλαγή που έφερε στη χώρα η
πρωτοφανής εθνική, ευρωπαϊκή και διεθνής
κρίση είναι η επιδείνωση του βιοτικού
επιπέδου για το 80% της ελληνικής κοινωνίας!
Όμως αυτό που πρέπει να μας αφήσει
είναι η αλλαγή στη νοοτροπία με την
οποία αντιμετωπίζουμε τον δημόσιο χώρο,
τα κοινά και την ατομική μας ευθύνη για το
μέλλον αυτού του τόπου. Μόνο αυτή η
αλλαγή αντιλήψεων μπορεί να οδηγήσει
σε μια πραγματική βιώσιμη, αλλά κυρίως
δίκαιη, ανάπτυξη και μια νέα πορεία
δημιουργίας και προκοπής. Στη βάση
αυτή, όπως και τη περίοδο 1974-1981, είναι
κρίσιμος ο ρόλος του ΠΑΣΟΚ και της
προοδευτικής δημοκρατικής παράταξης.
Για να ανταποκριθεί το ΠΑΣΟΚ σε αυτή
την πρόκληση πρέπει να αξιολογήσει τι
έχει αλλάξει στην ελληνική κοινωνία,
πέρα από την κατάσταση της οικονομίας
και του βιοτικού επιπέδου όλων.
Αυτό που διαταράχτηκε στην ελληνική
κοινωνία μετά το 1992 είναι η σχέση των
πολιτών με τις συλλογικότητες που τους
εκπροσωπούν και που διαμορφώνουν τα
οράματα και τις πολιτικές προτάσεις
σε μια συντεταγμένη κοινωνία. Οι πολίτες
απομακρύνθηκαν από τα κόμματα, τα
επιστημονικά σωματεία, τους συνδικαλιστικούς
φορείς και πάρα πολλές πολιτικο-κοινωνικές
συλλογικότητες. Ταυτόχρονα, εγκλωβίστηκαν
σε μια ιδιωτική σχέση με την κοινωνία
και το “δημόσιο” χώρο μέσα από τον
δίαυλο των μέσων ενημέρωσης. Αυτό
αλλοίωσε τόσο την λειτουργία των φορέων,
που έγιναν περισσότερο συγκεντρωτικοί
στη λήψη αποφάσεων, συντεχνιακοί και
τάχτηκαν στην υπηρεσία της ιδιοτέλειας
των διοικούντων, αδιαφορώντας για την
συνολική πορεία της χώρας και της
οικονομίας. Όσο και την στάση των πολιτών
απέναντι στο κράτος, την κοινωνία και
τον συμπολίτη επιχειρηματία, εργαζόμενο,
έμπορο, αγρότη, φοιτητή, κλπ. Έτσι,
διαμορφώθηκε το έδαφος για την καλλιέργεια
του λεγόμενου “κοινωνικού αυτοματισμού”.
Από τότε όλο και περισσότερο κάθε
πολίτης-τηλεθεατής δεν αντιμετωπίζει
όσα γίνονται γύρω του με βάση μια
κοινωνική, ιδεολογική, ταξική, ή
συντεχνιακή λογική, που διαμορφώνει
από κοινού και σε αλληλεπίδραση,
τουλάχιστον με τους «ομοίους» του
(ταξικά, ιδεολογικά, επαγγελματικά, κλπ)
αλλά με μια εντελώς ατομική προσέγγιση
που διαμορφώνεται στο “σαλόνι” του
σπιτιού του. Έτσι οι συλλογικότητες, οι
φορείς, τα κόμματα, τα πολιτικά πρόσωπα,
σταδιακά, σταματούν να προσεγγίζουν τα
ζητήματα σε βάθος και με μια ολοκληρωμένη
θεώρηση, που στηρίζεται σε κάποιες αρχές
και σε κάποιο κοινό τόπο. Αντίθετα,
κινούνται με μια λογική εντυπώσεων,
στον ελάχιστο κοινό παρανομαστή ώστε
να αποσπάσουν την ανοχή της “ατομικής
προσέγγισης”, μέσο του τηλεοπτικού
δέκτη και να την μετατρέψουν σε δημοσκοπική
στατιστική που θα ευνοεί τον έναν ή τον
άλλο χειρισμό! Χαρακτηριστική περίπτωση
είναι η εμφάνιση και η άνοδος της Χ.Α.,
των “Ανεξαρτήτων Ελλήνων” και του
ΣΥΡΙΖΑ. Κόμματα με επιφανειακό λόγο,
ανύπαρκτο προγραμματικό πλαίσιο και
επί της ουσίας με κοινές διαπιστώσεις-ρητορεία
για την οικονομική κρίση, που ερεθίζει
το θυμικό του λαού, καλλιεργεί εντυπώσεις
και εκμεταλλεύεται τον ελάχιστο κοινό
παρανομαστή…(σε επίπεδο ανάλυσης για
τις σχέσεις αιτίας-αποτελέσματος για
ότι ζούμε).
Έτσι, το ΠΑΣΟΚ στο πρώτο που πρέπει να
απαντήσει μέσα από το συνέδριο του είναι
η έναρξη μιας νέας πορείας, όπως το 1974,
για την διαμόρφωση μιας νέας αδιαμεσολάβητης
σχέσης με τις συλλογικότητες και τους
πολίτες. Μιας σχέσης που θα ξεκινάει
από τη “βάση” και τις ανάγκες, τις
προσδοκίες, και την ελπίδα του λαού.
Μιας σχέσης που δεν θα επιχειρεί να
δημιουργήσει μια προσδοκία για το όφελος
που μπορεί να περιμένει ένας κλάδος ή
ένας πολίτης από μια υπουργική απόφαση.
Αλλά στο να πείσει για το ποια στρατηγική,
ποια πολιτική, ποια ρύθμιση επιφέρει
συνολικό όφελος για τη χώρα και τη
κοινωνία. Όφελος το οποίο θα επιμεριστεί
στις τάξεις, κλάδους, άτομα που την
απαρτίζουν με δικαιοσύνη και όχι με
«εξαιρέσεις», «παραθυράκια» και
συναλλαγή. Μάλιστα αυτό το “όφελος”
δεν θα πρέπει να είναι ευκαιριακό, αλλά
να ανταποκρίνεται σε μια βιώσιμη
στρατηγική διαμορφώνοντας προοπτική
και ευκαιρίες για τις επόμενες γενιές.
Άρα η πρώτη σύγκρουση που πρέπει να
κάνει ένα δημοκρατικό λαϊκό σοσιαλιστικό
κίνημα, για να “βρει ξανά την ψυχή του”,
είναι η σύγκρουση με τον ατομικισμό,
τον συντεχνιασμό, το βόλεμα και τον
ωχαδερφισμό, που άνθισε τη δεκαετία του
'90. Από αυτή την άποψη η κρίση ήταν μια
ευκαιρία για το ΠΑΣΟΚ (που την έχει εν
μέρει αξιοποιήσει) και (δυστυχώς)
παραμένει μια αναξιοποίητη ευκαιρία
για τα υπόλοιπα κόμματα (κυρίως τη ΝΔ).
Το δεύτερο στο οποίο πρέπει να
ανταποκριθεί το συνέδριο του ΠΑΣΟΚ
είναι μια ρεαλιστική αποτίμηση όχι
μόνο της τελευταίας περιόδου (2008-2013),
αλλά ολόκληρης της ιστορικής του
διαδρομής από το 1992 και μετά. Σε αυτή
την πορεία το 1996 ήταν ένα σημείο
καμπής. Όχι μόνο λόγω του θανάτου και
της διαδοχής του Ανδρέα Παπανδρέου,
αλλά γιατί εκείνη την περίοδο πραγματώθηκε
μια συνολική στροφή (ή μετάλλαξη) της
ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας σε σχέση
με την αντιμετώπιση της αγοράς και δη
του κεφαλαιοκρατικού πυρήνα της
(χρηματιστηριακό-τραπεζικό κεφάλαιο.)
Η ευρωπαϊκή και η ελληνική σοσιαλδημοκρατία,
(ιδιαίτερα μια ομάδα στελεχών που είχε
κεντρώα χαρακτηριστικά μαζί με μια
νεότερη ομάδα στελεχών που δεν είχε
τις ιστορικές-κοινωνικές παραστάσεις
της περιόδου 1950-1975) απέκτησαν μια
'διαλεκτική' σχέση με ιδέες του ΕΛΚ και
του φιλελευθερισμού.
Η πτώση του ανατολικού μπλοκ ερμηνεύτηκε
ως μια καθολική νίκη του φιλελεύθερου
μοντέλου οργάνωσης της οικονομίας, που
από το 1980 υλοποιούσαν επιθετικά ΗΠΑ και
Μ. Βρετανία. Αυτή η νίκη δεν περιορίστηκε
μόνο επί του σοβιετικού «μοντέλου»
κρατικής οργάνωσης της παραγωγής, αλλά
άσκησε πιέσεις και στην σοσιαλδημοκρατία.
Την περίοδο του “ψυχρού πολέμου” στα
ανατολικά καθεστώτα, όλα γίνονταν όχι
για την βελτίωση της θέσης του λαού,
αλλά για την βελτίωση της “εικόνας”
του συστήματος προς τη Δύση και μετά
από ένα σημείο καμπής για την επιβίωση
του ίδιου του συστήματος, που τελικά
δεν κατέστη δυνατή και κατέρρευσε “από
μέσα”. Έτσι και στο σημερινό δυτικό
καπιταλιστικό μοντέλο, μετά την ιδεολογική
επικράτηση του και υπό την πίεση της
παγκοσμιοποίησης (σημείο καμπής) αρχίζει
να αποκτά μεγαλύτερη σημασία η επιβίωση
του «δυτικού» μοντέλου ισχύος (έναντι
του αντίστοιχου Κίνας, Ινδίας, Ρωσίας,
κλπ), παρά η βελτίωση της θέσης των
πολιτών σε αυτό. Έτσι
πιέζονται και στοχοποιούνται
βασικές δομές του κοινωνικού κράτους
που χρηματοδοτούνται
με δημόσιους πόρους, στους οποίους
συμμετέχει όλο και λιγότερο η φορολογία
του χρηματοπιστωτικού πλούτου.
Σήμερα, αποδεικνύεται περίτρανα η
συντριβή της επιλογής που έκαναν μεγάλα
τμήματα της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας,
ολισθαίνοντας προς ένα συμβιβασμό με
τον νεο-φιλελευθερισμό. Δηλαδή
με την παραδοχή ότι ένας απελευθερωμένος
ιδιωτικός τομέας σε όλα τα επίπεδα,
μπορεί να παράγει-διασφαλίσει πλούτο
ο οποίος θα μοιράζεται δίκαια μέσω ενός
σοσιαλδημοκρατικά οργανωμένου κοινωνικού
κράτους. Αν και αυτή η θεώρηση λίγο-πολύ
δεν έχει ανατραπεί ιστορικά (όπως το
κομμουνιστικό μοντέλο) σήμερα αναδεικνύεται
ότι δεν μπορεί να έχει μια τέτοια
καθολικότητα. Δηλαδή, ο ιδιωτικός
τομέας δεν πρέπει να είναι “απελευθερωμένος”
σε όλα τα επίπεδα. Γιατί όταν συμβαίνει
αυτό η «οικονομία» πιέζει όλο και
περισσότερο για ανακύκλωση μεγαλύτερου
μέρους του παραγόμενου πλούτου στις
δομές της αγοράς, που μέχρι τώρα
διαμοιραζόταν η κοινωνία. Αυτό γίνεται
εντονότερο όσο αυξάνεται ο εμπορικός
ανταγωνισμός με τις χώρες του “BRIC”
ή σε περιόδους κρίσης
του “υπερ-ελεύθερου” χρηματοπιστωτικού
τομέα.
Ευτυχώς ή δυστυχώς είναι προφανές ότι
το ευρωπαϊκό σοσιαλδημοκρατικό μοντέλο,
ακόμα και μετά την κακοποίηση του από
τις δυνάμεις της δεξιάς, είναι πιο δίκαιο
από το αντίστοιχο ασιατικό, και άρα προς
μακροπρόθεσμο όφελος των λαών της
Ευρώπης να επιβιώσει και να κυριαρχήσει.
Στην πορεία όμως αυτή χρειάζεται ένα
διαφορετικό σημείο ισορροπίας, ιδιαίτερα
εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία
αντιμετωπίζει και το δίλημμα της
πολιτικής ή μη ολοκλήρωσης της, μαζί με
το ζήτημα της ισόρροπης ανάπτυξης.
Αυτό το σημείο ισορροπίας
οφείλει να αναζητηθεί στον πυρήνα των
σοσιαλδημοκρατικών ιδεών.
Με βάση όλα τα παραπάνω το
ΠΑΣΟΚ δεν μπορεί να πετάξει την ιστορία
του! Οφείλει όμως να την κατανοήσει και
να διορθώσει τις παραδοχές που έγιναν
μετά την πτώση του κομμουνισμού και την
ολίσθηση στην οποία αυτές οδήγησαν!
Αυτό πρέπει να γίνει ακόμα και αν είναι
γενικά παραδεκτό ότι η πορεία της
περιόδου 1993-2001 ήταν μια από τις θετικές
συνεισφορές του Κινήματος στην ιστορία
της χώρας. Για ακόμα μια φορά, όπως
διαχρονικά έκανε η δημοκρατική παράταξη
(από τον Χ. Τρικούπη και ιδιαίτερα από
τον Ελ. Βενιζέλο και μετά) διασφάλισε η
χώρα να βρίσκεται πάνω σε ένα “ισχυρό
& δημιουργικό τραίνο” μέσα στο οποίο
σίγουρα έχουμε και μπορούμε να
διεκδικήσουμε μια καλύτερη προοπτική.
Όμως το ΠΑΣΟΚ οφείλει να συμπεράνει
αβίαστα ότι ο “κορπορατικός καπιταλισμός”
με την υποστήριξη του δημοσίου και οι ΔΕΚΟ «ιδιοκτησία του συστήματος εξουσίας»
...απέτυχαν! Απέτυχε τόσο γιατί το
μοντέλο ανάπτυξης δεν είχε πραγματική
παραγωγική βάση, αλλά και γιατί ήταν
στρεβλό, αφού στηριζόταν στον
“προστατευτισμό” κεφαλαιοκρατών και
εργαζομένων (ένθεν και εκείθεν) και όχι
την αξιοκρατία, την έρευνα, την καινοτομία,
την ανταγωνιστικότητα, την εξωστρέφεια.
Ήταν ένα μοντέλο που έστρεφε τον πλούτο
προς την κατανάλωση, τις εισαγωγές και
τα «πελατειακά» δημόσια έργα και όχι
στην συνετή αποταμίευση ή την παραγωγική
επαν-επένδυση!
Στα πλαίσια λοιπόν της ανασκόπησης
αυτής της περιόδου, στα πλαίσια του
συνεδρίου και ευρύτερα, πρέπει να γίνει
καθολικά αποδεκτό ότι η αλλαγή του
μοντέλου που απέτυχε και η αναθεώρηση
των παραδοχών στις οποίες στηρίχτηκε
η “στροφή” της σοσιαλδημοκρατίας, δεν
μπορεί να στηριχτεί στα στελέχη
(προσκηνίου και παρασκηνίου) που το
διαμόρφωσαν, το υλοποίησαν και σε κάποιο
βαθμό το στηρίζουν ή αναπαράγουν ακόμα
και σήμερα!
Το τρίτο σημείο στο οποίο απαιτείται
το ΠΑΣΟΚ να δώσει μια σταθερή, ενιαία
και ξεκάθαρη απάντηση είναι η αποτίμηση
της διαχείρισης της κρίσης από το
2008(!) και μετά. Όλοι κατανοούμε ότι η
κρίση δεν εμφανίστηκε στην Ελλάδα τον
Δεκέμβριο του 2009 και “έσκασε” τον
Φεβρουάριο-Μάρτιο του 2010. Η κρίση έφτασε
στην Ελλάδα το 2008 και ο κρατικός
προϋπολογισμός τέθηκε εκτός ελέγχου
το πρώτο τρίμηνο του 2009, ενόψει των
διπλών εκλογών στις οποίες οδήγησε την
χώρα ο Κώστας Καραμανλής, σε μια
προσπάθεια διατήρησης της εξουσίας.
Ο Κώστας Καραμανλής πέρα από την
παταγώδη του αποτυχία να κυβερνήσει τη
χώρα, απέτυχε τραγικά να διοικήσει ακόμα
και την Κυβέρνηση του, όπως και να ελέγξει
το ίδιο του το κόμμα. Παρά τις φωνές που
μίλαγαν για περιστολή δαπανών και για
συνετή οικονομικά διακυβέρνηση, που
υποτίθεται ότι οδήγησαν στις εκλογές
του 2007, τίποτα από τα παραπάνω δεν συνέβη.
Μάλιστα η Νέα Δημοκρατία δεν τόλμησε
να υιοθετήσει την πρόταση του Γιώργου
Παπανδρέου και του ΠΑΣΟΚ για διπλές
εκλογές τον Ιούνιο του 2009. Τότε, μια
Κυβέρνηση που θα αναλάμβανε στη μέση
του οικονομικού έτους, θα είχε την
δυνατότητα να οργανώσει με διαφορετικό
τρόπο την εκτέλεση του προϋπολογισμού
(δυστυχώς όμως όχι και του δανειακού
προγράμματος, αφού ο Παπαθανασίου το
είχε ήδη υπερβεί!) Φυσικά, είναι υποκριτική
η άποψη που λέει: “γιατί το ΠΑΣΟΚ δεν
στήριξε τον Καραμανλή την άνοιξη του
2009 σε μέτρα ευθύνης;” Είναι προφανές
ότι η Κυβέρνηση του Κώστα Καραμανλή
ήθελε να επιβάλει μονομερή μέτρα
περιστολής σε μισθούς, συντάξεις και
κοινωνικές πολιτικές, (εύκολη υλοποίηση
και συμβατή με το μοντέλο του ΕΛΚ), τα
οποία διαρκώς ανέβαλε από το 2007!
Από την άλλη όμως δεν μπορούσε να
τιθασεύσει με τίποτα τους διορισμούς
και το κομματικό -σπάταλο- κράτος! Ενώ
ο χώρος της δεξιάς ήταν και παραμένει
αδύναμος στην προώθηση ουσιαστικών
μεταρρυθμίσεων στο κράτος/γραφειοκρατία
και το παραγωγικό μοντέλο που θα οδηγούν
στην «απο-καρτελοποίηση» της οικονομίας,
στην ισόρροπη-δίκαιη ανάπτυξη και την
ενίσχυση της περιφέρειας με άξονα τα
συγκριτικά πλεονεκτήματα των «τόπων».
Συνεπώς, η στήριξη του ΠΑΣΟΚ στο «κενό»
του Κώστα Καραμανλή θα ήταν απλά ένα
τρικ, ώστε το ΠΑΣΟΚ να ταυτιστεί με τη
ΝΔ, χωρίς κανένα πρακτικό αποτέλεσμα
για το λαό και κυρίως για την προοπτική
της χώρας! Άλλωστε, ο Κώστας Καραμανλής
διατυμπάνιζε ότι είχαμε “θωρακισμένη
οικονομία”, ενώ απλά αναζητούσε ένα
προπέτασμα για να καλύψει όλα τα ψέματα
που έλεγε τον ελληνικό λαό (…από το 2002
& μετά…)
Με βάση τα παραπάνω, και την χαμένη
διετία (για μέτρα) ή πενταετία (για
μεταρρυθμίσεις) τα μέτρα λιτότητας και
εν γένει η οικονομική δυστοκία στην
αγορά για μερικά χρόνια δεν μπορούσε
να αποφευχθεί με κανένα τρόπο, μετά τον
Ιούλιο του 2009. Σίγουρα όμως θα
μπορούσε να γίνει εθνική προσπάθεια να
αποφευχθεί το μνημόνιο! Αυτή η
εθνική προσπάθεια έπρεπε να ξεκινήσει
από τον Κώστα Καραμανλή, λέγοντας την
πλήρη αλήθεια εγκαταλείποντας την
εξουσία τον Ιούνιο του 2009. Αλήθεια
που δεν τόλμησε να πει ούτε τον Μάρτιο,
ούτε τον Ιούνιο, ούτε φυσικά τον Σεπτέμβριο
του 2009! Στην συνέχεια ως αναγκαία, αλλά
όχι ικανή συνθήκη, απαιτούνταν η εσωτερική
πολιτική συναίνεση και η αρωγή των
εταίρων. Αρωγή σε δυο επίπεδα! Σε
επίπεδο μιας ασπίδας δηλώσεων για την
προστασία του Ευρώ και κάθε χώρας που
θα κινδυνέψει, και σε επίπεδο θεσμών
εντός της ΕΕ με ενεργοποίηση της ΕΚΤ σε
πρώτη φάση.
Τα παραπάνω ήταν η επιδίωξη του ΠΑΣΟΚ
και του Γιώργου Παπανδρέου. Να ειπωθεί
η αλήθεια, σε λαό και εταίρους για την
πραγματική κατάσταση της ελληνικής
οικονομίας, και να διαμορφωθεί ευρωπαϊκή
ασπίδα για την Ελλάδα. Το δεύτερο κατ'
ουσία το αρνήθηκε στην πρώτη φάση η κ.
Μέρκελ, παρά τις πιέσεις ακόμα και του
Σαρκοζί. Έτσι, ενώ απλόχερα η ΕΕ και οι
θεσμοί της παρείχαν “ασπίδα ψεύδους”
και “ιδεολογικο-κομματικής αλληλεγγύης”
στην δεξιά Κυβέρνηση του Κώστα Καραμανλή,
αρνήθηκαν την «ασπίδα», μετά την
«αλήθεια», και την ευρωπαϊκή αλληλεγγύη
στην Ελλάδα. Μάλιστα, τόσο διεθνή όσο
και εγχώρια κέντρα αξιοποίησαν αυτή
την αλήθεια και την ταυτόχρονη άρνηση
ευρωπαϊκής αλληλεγγύης, (που με ορισμένες
δηλώσεις μετατρεπόταν σε επίθεση)
ενάντια των απλών Ελλήνων. Στόχος τους
να απαιτήσουν τα σκληρά μέτρα που είχε
υποσχεθεί στο παρασκήνιο ο Καραμανλής.
Αλλά και να επιτεθούν ιδεολογικά στο
“κράτος”, στη βάση των φιλελεύθερων
ιδεολογημάτων και όχι στο «κακό κράτος»
στη βάση απαίτησης μεταρρυθμίσεων
επειδή έχει δομηθεί στρεβλά.)
Δυστυχώς αυτή η κατάσταση σε επίπεδο
Ευρώπης δεν μπορούσε να προβλεφθεί.
Ακόμα και αν το ΠΑΣΟΚ έπαιρνε τα μέτρα
του Ιανουαρίου-Μαρτίου 2010, το Νοέμβριο
του 2009 δεν θα κέρδιζε την ευρωπαϊκή
προστασία. Οι δηλώσεις των Ευρωπαίων
αξιωματούχων αποδεικνύουν ότι επιζητούσαν
μια “τιμωρητική αλληλεγγύη”. Δηλαδή
βοήθεια μόνο με επώδυνες θυσίες και
φυσικά ιδεολογικά κατευθυνόμενες προς
τα δεξιά, μια και πίστευαν ότι ήταν μόνο
ελληνική ευθύνη (της Κυβέρνησης Καραμανλή)
ο δημοσιονομικός εκτροχιασμός και ότι
η Ελλάδα προκάλεσε την κρίση του Ευρώ!
Παράλληλα, η Μέρκελ επέλεξε στρατηγικά
να αξιοποιεί την κρίση και την οικονομική
αδυναμία πολλών χωρών για να εισάγει
στην Ε.Ε. θεσμούς και διαδικασίες που
μακροπρόθεσμα θα διασφαλίζουν μεν την
δημοσιονομική πειθαρχία και τη νομισματική
σταθερότητα, αλλά λόγω της ανομοιογένειας
των οικονομιών και της χρηματοδοτικά
“αδύναμης” πολιτικής συνοχής, θα
συντηρούν την φτώχεια, θα οδηγούν στην
παθητική «δορυφοροποίηση» των αδύναμων
χωρών, με ενδεχόμενο μακροπρόθεσμα να
τις οδηγήσουν ακόμα και σε παραγωγική
κατάρρευση.
Επιπρόσθετα, αυτό που ήταν ακόμα πιο
δύσκολο να προβλεφθεί ήταν το κλείσιμο
των αγορών για την Ελλάδα. Κλείσιμο που
είναι προφανές ότι δεν οφειλόταν
μονοδιάστατα στην κατάσταση της ελληνικής
οικονομίας. Γι' αυτό και είναι αστεία
η άποψη ότι «…το μνημόνιο το έφερε το
έλλειμμα του 12,6% επί του ΑΕΠ” ή “αν είχε
ανακοινωθεί όσο το είχε προβλέψει τον
Σεπτέμβριο ο Πρόεδρος της ΤτΕ (~10++%) τα
πράγματα θα πήγαιναν καλύτερα…». Η
κατάσταση ήταν τραγική από τις αρχές
του 2009, όπου η Κυβέρνηση Καραμανλή
δανείστηκε ~57 δις σε 6 μήνες, όταν το
προβλεπόμενο ετήσιο δανειακό πρόγραμμα
του 2009 ήταν 40 δις. Τότε όμως ήταν υπαρκτή
η ευρωπαϊκή αλληλεγγύη ...δια της σιωπής
και της συγκάλυψης! (Ακόμα και ο
Στάινμπουργκ, σήμερα υποψήφιος καγκελάριος
του αντιπολιτευόμενου SPD,
τότε απλά πρώην Υπουργός Οικονομικών,
είχε κάνει τότε δηλώσεις υπέρ της με
κάθε κόστος προστασίας του €, για να
μην κλονιστεί η Ελλάδα και η Ευρώπη).
Ακόμα λοιπόν και με έλλειμμα 10%+ η στάση
των Ευρωπαίων αξιωματούχων (της δεξιάς)
έναντι μιας προοδευτικής Κυβέρνησης,
και συνακόλουθα η αντίδραση των αγορών
σε αυτή την αντιευρωπαϊκή στάση της
δεξιάς, (και όχι ενάντια στην Ελλάδα)
ήταν δεδομένη. Συνεπώς,
είναι αδιανόητο, σήμερα, στη δημόσια
συζήτηση, αλλά κυρίως εντός του ΠΑΣΟΚ
να μην έχει αποτιμηθεί με ρεαλισμό
εκείνη η περίοδος και να εξακολουθούν
να κυκλοφορούν σενάρια, είτε για
εσκεμμένες επιλογές της Κυβέρνησης του
ΠΑΣΟΚ, είτε για επιλογές που αν γίνονταν
τον Οκτώβρη-Νοέμβρη του 2009 θα απέτρεπαν
την δημιουργία του προσωρινού ευρωπαϊκού
(& όχι προσφυγή σε πρόγραμμα του ΔΝΤ)
μηχανισμού στήριξης και την προσφυγή
της χώρας σε αυτόν...
Τέλος το επικείμενο συνέδριο του
ΠΑΣΟΚ επιβάλλεται να απαντήσει με
ειλικρίνεια ποιες είναι οι κοινωνικές
ομάδες τις οποίες επιδιώκει να
εκπροσωπήσει και ποιες είναι οι
παραγωγικές συμμαχίες που επιδιώκει
να οικοδομήσει. Το ΠΑΣΟΚ δεν μπορεί
να πορευτεί ούτε με τις δυνάμεις του
κρατικοδίαιτου μεταπρατικού επιχειρείν,
ούτε με αυτές του συντεχνιακού
καταναλωτισμού. Το ΠΑΣΟΚ οφείλει να
εμπνεύσει την μορφωμένη ελληνική
νεολαία και της δυναμικές παραγωγικές
δυνάμεις του ελληνισμού που ασφυκτιούν
από το μοντέλο κράτους που έχουν επιβάλει
μερικές οικογένειες σε αυτή τη χώρα,
από κοινού με τις ελίτ συγκεκριμένων
(κλειστών) επαγγελματικών κλάδων.
Ταυτόχρονα επιβάλλεται να εκπροσωπήσει
τη νέα ομάδα μη προνομιούχων που
προέρχονται κυρίως από τον χώρο της
μισθωτής εργασίας και τους ανέργους.
Αυτή η ομάδα πλήττεται περισσότερο από
την κατάρρευση του «παλαιού» παραγωγικού
μοντέλου και αυτή η ομάδα κινδυνεύει
περισσότερο αν το «νέο μοντέλο»
αντιγράψει το παλιό (κάτι το οποίο στην
ουσία επιδιώκει να κάνει η Νέα Δημοκρατία
του Σαμαρά) με απλή ανακατανομή ρόλων
και ισχύος στο επίπεδο των «μεγιστάνων»
και μεταφορά πλούτου από τις ανάγκες
των πολλών για επιβίωση στην ανάγκη
των λίγων για ισχυροποίηση στο νέο
περιβάλλον.
Προκειμένου, το ΠΑΣΟΚ να επικοινωνήσει
με αυτές τις δυνάμεις και στη συνέχεια
να κτίσει μια νέα σχέση εμπιστοσύνης
πάνω στην οποία θα στηριχτεί για να
προωθήσει αλλαγές τόσο επί της ασκούμενης
κοινωνικής πολιτικής, αλλά κυρίως επί
των μεταρρυθμίσεων, απαιτείται αλλαγή
προσώπων. Η γενιά της υποχώρησης
έναντι των ιδεών του ΕΛΚ δεν μπορεί να
προσφέρει τίποτα σε αυτή τη πορεία.
Επίσης επειδή μαζί με την προηγούμενη
γενιά στελεχών έχουν συνδεθεί τόσο πολύ
με το αποτυχημένο μοντέλο
επιχειρηματικότητας-κράτους-συνδικαλισμού
δεν έχουν την αξιοπιστία, αλλά και το
ηθικό ανάστημα να οδηγήσουν/χτίσουν
μια τέτοια πορεία.
Αυτή η αλλαγή προσώπων δεν μπορεί να
γίνει με απολιτικά χαρακτηριστικά, με
λογικές «οικογενειοκρατίας», ή μέσα
από γραφεία νομής εξουσίας και μέσα από
ανταγωνισμούς ψήφων ή «τοπικής» επιρροής.
Επιβάλλεται να γίνει πολιτικά και να
απαντάει στο ζήτημα της οργάνωσης και
διαμόρφωσης ενός νέου κόμματος με τα
χαρακτηριστικά που αναφέρονται παραπάνω
και με σαφείς ιδεολογικούς και πολιτικούς
στόχους, αλλά και διαχωριστικές γραμμές
τόσο από την δεξιά σε όλες τις εκφάνσεις
της, όσο και από τον λαϊκισμό της
“αριστεράς”.
Αυτά τα δυο ζητήματα (συμμαχιών και
αλλαγής προσώπων) είναι αυτά που αναλόγως
με το πως θα επιλυθούν θα διαμορφώσουν
την φυσιογνωμία του ΠΑΣΟΚ και θα
καθορίσουν την μελλοντική του πορεία.
Αντίθετα, δυστυχώς ή ευτυχώς, το δίλημμα
“μέσα ή έξω από την Κυβέρνηση” είναι
ακόμα ένα ψευτοδίλημμα που επιβάλει
στον διάλογο εντός του ΠΑΣΟΚ η γενιά
του χτες. Παρόμοιας προσέγγισης είναι
και ο “θαυμασμός” προς τον Σαμαρά ή η
αναζήτηση ενός καινούριου οχήματος
(κόμματα) που θα γεμίσει με παλιά υλικά.
Όλη αυτή η “αναζήτηση” εκφράζει τον
διακαή πόθο του συστήματος εξουσίας
που διαμορφώθηκε μετά το 1989 (επιχειρηματίες,
ΜΜΕ, στελέχη με μακρά κυβερνητική θητεία,
κλπ) για κόμματα “επικοινωνιακού σωλήνα”
στον χώρο της κεντροδεξιάς, τα οποία θα
υπηρετούν τις στρατηγικές τους επιλογές,
με συνθήματα και απλουστεύσεις.
Στο πλαίσιο αυτό βολεύονται με την
ύπαρξη ενός παρόμοιου μορφώματος προς
τα αριστερά και την δημόσια απαξίωση
του ΠΑΣΟΚ από στελέχη που φέρουν την
“ιστορική” σφραγίδα του, αλλά δεν έχουν
κρατήσει σχεδόν τίποτα από την ψυχή
του! Αυτή η γενιά του αποτυχημένου
παραγωγικού μοντέλου και της ένταξης
στην ΟΝΕ στηριγμένη σε πήλινα πόδια,
επιχειρεί με συνθήματα και επιφανειακές
προσεγγίσεις να διατηρήσει τα κεκτημένα
της εντός του κομματικού “συστήματος”
και στην ουσία να προστατέψει νησίδες
του οικονομικού μοντέλου που κατέρρευσε!
Έτσι στο ψευτοδίλημμα της συμμετοχής
στην Κυβέρνηση η θέση του ΠΑΣΟΚ οφείλει
να είναι ξεκάθαρη. Η σημερινή Κυβέρνηση
δεν αντιμετωπίζεται σαν μια Κυβέρνηση
όπου τα κόμματα πορεύονται μόνο με βάση
τον προγραμματικό τους λόγο. Η σημερινή
Κυβέρνηση πρέπει να δρομολογήσει τις
συνθήκες εξόδους της χώρας από τη κρίση,
αλλά κυρίως έκτακτες πολιτικές
ανακούφισης της κοινωνίας μέσο της
αναμόρφωσης του κοινωνικού κράτους.
Σε καμία όμως περίπτωση δεν μπορεί και
δεν πρέπει να διαμορφώσει την δομή της
οικονομίας, της παραγωγής, του κράτους
και της κοινωνίας για την περίοδο μετά
την κρίση. Η επόμενη μέρα της χώρας
δεν μπορεί να είναι προϊόν συμβιβασμού!
Οφείλει να είναι προϊόν δημιουργικής
αντιπαράθεσης ιδεών. Από τη μια οι
ιδέες της συντήρησης, της οικονομίας
των καρτέλ-παρασιτισμού και της δήθεν
ουδέτερης προσαρμογής στα δεδομένα και
από την άλλη οι ιδέες της προόδου, της
εμβάθυνσης της δημοκρατίας, της ανοιχτής
παραγωγικής ανασυγκρότησης και της
δίκαιης κοινωνίας. Η «Κυβέρνηση Σαμαρά»
δεν είναι μια κυβέρνηση προγραμματικής
σύγκλισης και μακράς πνοής. Είναι μια
Κυβέρνηση διαχείρισης αναγκαστικών
πολιτικών, στα πλαίσια της στρατηγικής
που επέλεξε το ΠΑΣΟΚ το 2010, και εξισορρόπησης
των αντιθέσεων σε μια κοινωνία που
εξωθείται στα άκρα από ανεύθυνες
ρητορείες και που εξωθείται να αποδεχτεί
την βία ως εργαλείο επίτευξης λύσεων.
Όλα τα παραπάνω ως διαπιστώσεις, θέσεις
και ζητούμενα θα κρίνουν αν το 9ο
Συνέδριο του ΠΑΣΟΚ θα είναι αφετηρία
μιας ανοδικής πορείας και αν η μεγάλη
δημοκρατική παράταξη θα καταφέρει να
παίξει τον ρόλο που της επιφυλάσσει η
ιστορία μετά από μεγάλες κρίσεις. Τα
χρόνια που πέρασαν έδειξαν ότι το ΠΑΣΟΚ
παρότι δεν απέτυχε στην διαχείριση της
κρίσης (η χώρα δεν έζησε τα χειρότερα,
διατηρεί την θεσμική της οργάνωση και
παραμένει στην Ε.Ε.)…δεν πέτυχε κιόλας…
Δεν πέτυχε γιατί πολλά στελέχη του
είναι εγκλωβισμένα στα «δεσμά» και τις
εξαρτήσεις του χτες. Δεν πέτυχε γιατί
πολλά στελέχη του αντιλαμβάνονται
-ακόμα και σήμερα- την πολιτική και το
κόμμα/-τα, μέσα από τις δικές τους
επιδιώξεις. Δεν πέτυχε γιατί εδώ και 2
δεκαετίες το ΠΑΣΟΚ δεν έχει κάνει
ουσιαστική ανανέωση στο πολιτικό του
δυναμικό!
Επειδή, η «εγκυμοσύνη» του
καινούριου δεν έχει ακόμα ολοκληρωθεί
είναι ή ώρα μιας νέας γενιάς, που έχει
βιώσει όλες τις κοσμογονικές εξελίξεις
των τελευταίων 20 ετών, χωρίς τις αγκυλώσεις
του παρελθόντος αλλά και χωρίς το δέος
του “νεοφώτιστου”, να την ολοκληρώσει.
Δηλαδή να αναλάβει την τύχη του ΠΑ.ΣΟ.Κ.,
και τις τύχες της χώρας...ιδιαίτερα τώρα
που πλήττεται από την συσσωρευμένες
αποτυχημένες επιλογές πολλών ετών!
Πετράκης Μανώλης
Μέλος Γραμματείας ΝΟΕΣ Ηρακλείου
υπεύθυνος Επικοινωνίας-Τύπου, υπεύθυνος
ΔΟΕΣ Βιάννου