Δευτέρα 7 Νοεμβρίου 2005

Συνδιοίκηση στα Ανώτατα Ιδρύματα. Απαξιωμένος θεσμός ή θμέλειο για τη Συμμετοχική Δημοκρατία και την κοινωνική λογοδοσία;

Το τελευταίο χρονικό διάστημα απασχολεί έντονα τη κοινή γνώμη η λειτουργία και τα φαινόμενα διαφθοράς σε βασικούς θεσμούς της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας, όπως είναι τα πολιτικά κόμματα, η Δικαιοσύνη, η εκκλησία, η δημόσια διοίκηση, τα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα, κλπ.

Βασικό χαρακτηριστικό της συζήτησης που γίνεται είναι η αναζήτηση για το κατά πόσο οι θεσμοί αυτοί λειτουργούν όπως θα έπρεπε. Αλλά και κατά πόσο οι λειτουργοί τους υπηρετούν βασικές αρχές και αξίες και πάνω από όλα το συμφέρον του κοινωνικού συνόλου, του λαού και της χώρας.

Η γενική εντύπωση που διαμορφώνεται είναι ότι ζούμε σε ένα σάπιο «σύστημα», όπου προέχει το ιδιωτικό κέρδος και ότι το σύνολο των θεσμών τίθεται στην εξυπηρέτηση άνομων οικονομικών, πολιτικών ή άλλων συμφερόντων. Ουσιαστικά διαμορφώνεται «μια σούπα» ότι όλοι το ίδιο είναι και γίνεται καθεστώς μια σε βάθος απαξίωση κάθε μορφής συλλογικότητας και κάθε μη ιδιωτικού φορέα

Ποια είναι όμως η μόνιμη επωδός κάθε τέτοιας συζήτησης; Η κάθαρση, η εξυγίανση, η θωράκιση των θεσμών και των λειτουργών τους έναντι οιασδήποτε παρέμβασης, κλπ. Ουσιαστικά αναζητούνται λύσεις που θα ενισχύσουν τη διαφάνεια και θα συμβάλουν στην αποκάλυψη όποιων παρανομιών. Φυσικά επιδιώκεται και η διασφάλιση της παραπομπής στη δικαιοσύνη κάθε επιλήψιμης πράξης.

Όλα τα παραπάνω αγγίζουν κατά περιόδους, και το τελευταίο διάστημα πιο έντονα, και τη λειτουργία των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων της χώρας και το πλαίσιο που τη διέπει. Η συζήτηση αυτή όμως είναι ειλικρινής ή κρύβει σκοπιμότητες; Δηλαδή πραγματικά αναζητείται λύση εξυγίανσης, κάθαρσης και τιμωρίας των υπαιτίων ή επιδιώκεται να ενισχυθούν τα στεγανά και να κλείσουν οι πόρτες σε κάθε ανεξάρτητη φωνή σε κάθε ομάδα ή σώμα ελέγχου;

Σε μια κοινωνία που νοσεί ή που όλα έχουν χάσει την αξιοπιστία τους υπάρχει δυνατότητα κάποιος χώρος να μείνει αλώβητος; Δυστυχώς, κατά την προσωπική μου εκτίμηση όχι. Είναι μοιραίο ότι ακόμα και μέσα στα πανεπιστήμια και στα ΤΕΙ θα εμφανιστούν φαινόμενα διαφθοράς, συναλλαγών και διαπλοκής, αφού η συνολική νοοτροπία τείνει προς αυτή τη κατεύθυνση. Αυτό φυσικά δε δίνει άλλοθι σε κανένα. Το ότι νοσεί η Δικαιοσύνη ή η Εκκλησία δε μπορεί να λειτουργεί σε «Κολυμπήθρα του Σιλωάμ» για κάθε άλλο χώρο που παρουσιάζει φαινόμενα διαφθοράς

Ποια είναι όμως η αφετηρία του προβλήματος; Σε όλους τις υπόλοιπους θεσμούς της κοινωνίας μας η αιτία των φαινομένων αναζητείται στην ύπαρξη επίορκων λειτουργών ή στην έλλειψη επαρκούς θεσμικού πλαισίου ή στην ύπαρξη στεγανών. Γιατί άραγε στα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα η υπαιτιότητα της «διαφθοράς» αποδίδεται στους φοιτητές; Γιατί άραγε αναζητείται η μετάθεση ευθυνών στο πιο αδύναμο κρίκο; Ποιοι εξυπηρετούν τις δεξιές ιδεολογικές τους καταβολές, καλύπτουν πολιτικά συμφέροντα και κουκουλώνουν το ρόλο των ίδιων των μεγαλόσχημων και κοινωνικά ευυπόληπτων ακαδημαϊκών;

Κάθε προοδευτικό και δημοκρατικό Κόμμα ή Κίνημα, όπως το ΠΑ.ΣΟ.Κ. οφείλει να προβληματιστεί προς αυτή τη κατεύθυνση. Οφείλει να μην ακολουθήσει τη πεπατημένη και να μην εγκλωβιστεί στην εύκολη λύση που σερβίρεται από συντηρητικούς κύκλους και από το πιο απαρχαιωμένο και διεφθαρμένο κομμάτι του καθηγητικού κατεστημένου.

  • Ποιο θα ήταν το περιθώριο συναλλαγής μεταξύ πανεπιστημιακών και φοιτητών αν το σύνολο των αποφάσεων λαμβανόταν από πολυμελή συλλογικά όργανα και όχι από πρόσωπα που συγκεντρώνουν υπερβολική εξουσία (Πρύτανης, Κοσμήτορας, Πρόεδρος, Διευθυντής Τομέα-Εργαστηρίου-Κλινικής, Επιστημονικός Υπεύθυνος, κλπ)
  • Ποια θα ήταν τα περιθώρια συναλλαγής αν οι εξωτερικές (ευρωπαϊκά, ερευνητικά, ή επιχειρηματικά προγράμματα) ή παράπλευρες πηγές χρηματοδότησης (Ειδικός Λογαριασμός Κονδυλίων Έρευνας, Εταιρίες Διαχείρισης & Αξιοποίησης Περιουσίας, κλπ) τελούσαν υπό τον ετήσιο εποπτικό έλεγχο υπηρεσιών όπως το Σ.Δ.Ο.Ε. ή το Σώμα Ορκωτών Λογιστών; Δηλαδή αν ασκούνταν πραγματικός έλεγχος όχι στη σκοπιμότητα, αλλά στο πραγματικό αντικείμενο και το περιεχόμενο κάθε δαπάνης.
  • Αλήθεια ποια θα ήταν η δυνατότητα εξαγοράς ψήφων αν υπήρχε ένα αδιάβλητο σύστημα εισαγωγής στα μεταπτυχιακά προγράμματα; Αν δεν είχαν αυξημένο ρόλο οι συστατικές επιστολές ή η συνέντευξη; Ποιος υποψήφιος και για ποια θέση θα μπορούσε να υποσχεθεί το οτιδήποτε αν υπήρχε μια εθνική βάση ερωτήσεων ανά επιστημονικό αντικείμενο από την οποία τυχαία θα αντλούνταν ερωτήσεις για τη πραγματοποίηση εξετάσεων για την εισαγωγή σε μεταπτυχιακά προγράμματα, με την ευθύνη εθνική επιτροπής, η οποία να προκύπτει με κλήρωση από τις Συγκλήτους ή τις Γενικές Συνελεύσεις Τμήματος των Ιδρυμάτων.
  • Ποια θα ήταν η αξία των Πρυτανικών εκλογών αν το σύνολο των εξουσιών περνούσε στις Συγκλήτους και όχι στα ολιγομελή Πρυτανικά Συμβούλια;
  • Ποιος θα ήταν ο ρόλος των παρατάξεων αν οι ακαδημαϊκοί δεν επιζητούσαν χρίσματα κομμάτων ή αν τα κόμματα και οι εκάστοτε Υπουργοί Παιδείας δεν επιζητούσαν φιλικές προς αυτούς διοικήσεις για να επιβραβεύουν και να υιοθετούν τις μεταρρυθμίσεις τους;
  • Ποια θα ήταν η ανάγκη προσπορισμού από τον οποιοδήποτε υποψήφιο κάποιας παράταξης ή μέρους («ομάδας» στη κομματική ορολογία) αυτής (όπως είναι το σύνηθες στα μεγάλα κεντρικά πανεπιστήμια, ανάλογα με τους εσωκομματικούς υποστηρικτές κάθε υποψηφίου) αν δεν υπήρχε η Σύνοδος των Πρυτάνεων; Αν δεν υπήρχε αυτή η απαράδεκτη δοσοληψία μεταξύ Πρυτάνεων και Υπουργών; αν δεν υπήρχε η σχεδόν αυτόματη διαδρομή από τις ηγεσίες των Πανεπιστημίων στο πολιτικό στίβο;

Δυστυχώς η όλη συζήτηση για τη φοιτητική εκπροσώπηση είναι ύποπτη. Η Κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας και οι πανεπιστημιακοί που την ανοίγουν δε στοχεύουν στη κάθαρση και την εξυγίανση των πανεπιστημίων. Στοχεύουν στο περιορισμό της διαφάνειας στα ιδρύματα. Στοχεύουν στο να περάσει ο απόλυτος έλεγχος στο καθηγητικό κατεστημένο, που με ευθύνη των Κυβερνήσεων του ΠΑ.ΣΟ.Κ. έχει συγκεντρώσει υπέρμετρη διοικητική, οικονομική και πολιτική εξουσία.

Προκειμένου να εξαγοραστεί ένας «χαμηλής ηθικής» φοιτητής απαιτείται κάποιος να έχει να του προσφέρει κάτι και να έχει και τη πεποίθηση ότι δε κινδυνεύει να πιαστεί ή να εκτεθεί κατά οιονδήποτε τρόπο. Το μεγάλο θεσμικό πρόβλημα της ελληνικής ανώτατης εκπαίδευσης δεν είναι η συμμετοχή των φοιτητών. Είναι τα άπειρα στεγανά τα οποία έχουν διαμορφωθεί με τη πάροδο των ετών. Η πολύπλοκη νομοθεσία. Η ισχυρή παρέμβαση οικονομικών παραγόντων χωρίς θεσμικό πλαίσιο. Η χαλαρή εφαρμογή των νόμων όταν πρόκειται να διωχθούν πανεπιστημιακοί, η ασυλία των ιδρυμάτων, εργαστηρίων, ινστιτούτων, κλινικών, μεταπτυχιακών προγραμμάτων, τμημάτων και υπηρεσιών έναντι οποιασδήποτε ανεξάρτητης, κρατικής ή δικαστικής αρχής ελέγχου.

Τα φαινόμενα εξαγορών και εκβιασμών στα οποία εμπλέκονται φοιτητές έχουν και τα ανάλογα τους στο χώρο των καθηγητών. Δηλαδή οι καθηγητές χαμηλών βαθμίδων ή όσοι επιζητούν να μετάσχουν σε ερευνητικά ή μεταπτυχιακά προγράμματα βρίσκονται σε οικονομική ή επιστημονική εξάρτηση από τους διάφορους Διευθυντές και επιστημονικούς υπευθύνους.

Τέλος, αλήθεια ποιος είναι ο ρόλος των πολιτικών κομμάτων σε όλη αυτή την υπόθεση; Επιχειρούν ή δεν επιχειρούν τα στελέχη τους να ασκήσουν επιρροή στις πολιτικές-φοιτητικές παρατάξεις; Διατηρούν στο εσωτερικό τους μεγάλο αριθμό καθηγητών πανεπιστημίων οι οποίοι δε παίζουν μόνο ιδεολογικό ή πολιτικό ρόλο στα εσωτερικά των ιδρυμάτων τους; Διατηρούν οι εκάστοτε Υπουργοί προνομιακή σχέση με σειρά ακαδημαϊκών τους οποίους μισθοδοτούν ως συμβούλους ή ως μέλη επιστημονικών επιτροπών;

Τα πολιτικά κόμματα δεν υποδαυλίζουν μόνο με αυτού του είδους τις επαφές τα φαινόμενα διαφθοράς. Τα πολιτικά κόμματα ή υπουργοί ή βουλευτές με ποια κριτήρια επιλέγουν το νέο πολιτικό και στελεχιακό τους δυναμικό; Το επιλέγουν με βάση την αξιοκρατία και τη συμβολή του κάθε νέου φοιτητή-συνδικαλιστή στη πολιτική διαβούλευση, στη δημοκρατική λειτουργία των ιδρυμάτων, στις ιδεολογικές και συνδικαλιστικές μάχες, που δίνει στα αμφιθέατρα για τα δικαιώματα των συμφοιτητών του και το καλό της εκπαίδευσης;

Η απάντηση είναι όχι. Τις περισσότερες φορές η επιλογή γίνεται είτε με εσωκομματικά κριτήρια συσχετισμών, είτε με βάση το ρόλο του καθενός στη στήριξη συγκεκριμένων προσώπων «κοινής αποδοχής» (μεταξύ πολιτικού και φοιτητικής παράταξης) στα αξιώματα και τις θέσεις ευθύνης των ιδρυμάτων. Ενίοτε με βάση την «ευλυγισία» στις προσταγές τους για αυτές τις επιλογές.

Όποιος κατηγορεί μόνο τους φοιτητές για «βρώμικες» συναλλαγές στο εσωτερικό των ιδρυμάτων λέει κάτι λιγότερο από τη μισή αλήθεια. Ουσιαστικά προσπαθεί να εφαρμόσει το «πονάει χέρι, κόβει χέρι». Αλήθεια μίλησε ποτέ κανείς για κατάργηση της δικαστικής εξουσίας, επειδή υπάρχουν διεφθαρμένοι δικαστικοί? Μίλησε κανείς για κατάργηση του συνδικαλισμού, επειδή υπάρχουν διεφθαρμένοι συνδικαλιστές? Μίλησε κανείς για κατάργηση της δημοκρατίας, επειδή υπάρχουν διαφθαρμένοι πολιτικοί? Μίλησε κανείς για κατάργηση των εκλογών επειδή κάποιοι εκλέγουν και εκλέγονται με βάση τα ρουσφέτια? Κανείς, ποτέ. Άρα γιατί κάποιοι μιλάνε με «ελαφρά τη καρδία» για κατάργηση ή δραματικό περιορισμό (σε βαθμό που να γίνεται συμβολική) της φοιτητικής εκπροσώπησης;

Η απάντηση σε ότι αφορά τη θεσμική λειτουργία των Ιδρυμάτων είναι μια επίπονη διαδικασία. Έχει να κάνει με την αυτονομία τους, που πρέπει να εμβαθύνει. Με την σημασία τους για την επιστημονική και οικονομική ανάπτυξη της χώρας. Με τις ανάγκες της κοινωνίας και της οικονομίας. Με την σύνδεση με την αγορά εργασίας και με το σύγχρονο ανταγωνιστικό περιβάλλον. Η φοιτητική συμμετοχή από μόνης της ούτε λύνει, ούτε εντείνει κάποιο πρόβλημα. Η μείωση της απλώς ανοίγει το δρόμο σε συντηρητικές επιλογές. Σε μεγαλύτερο εναγκαλισμό από το Κράτος και την αγορά. Στη κυριαρχία ανεξέλεγκτων φατριών, που συγκρούονται για διανομή της περιουσίας και τη νομή των πόρων των ιδρυμάτων.

Η λύση σε αυτά τα φαινόμενα, οφείλει να στηριχτεί τόσο σε μια συνολική αναβάθμιση και αναγέννηση του αξιακού μοντέλου της κοινωνίας μας. Μια νέα επανάσταση ιδεών, αρχών και αξιών, η οποία πιστεύω ότι σε παλιότερες εποχές, θα περιμέναμε να ξεκινήσει από την ίδια τη πνευματική ηγεσία, και όχι από «κυβερνητικά παπαγαλάκια», με επίκεντρο τη φοιτητική συμμετοχή και την αιώνια φοίτηση.

Εκτιμώ ότι απαιτείται συνολική αλλαγή του τρόπου με τον οποίο λειτουργούν τα κόμματα και στον τρόπο με τον οποίο παρεμβαίνουν στο εσωτερικό των διαφόρων θεσμών. Παράλληλα αλλαγή στο τρόπο με τον οποίο διεξάγεται η πολιτική αντιπαράθεση, όπου κυριαρχεί η καλλιέργεια εντυπώσεων, ο τακτικισμός, η άγρα ψήφων και όχι η ουσία.

Δυστυχώς, πολλοί νέοι και φιλόδοξοι συνδικαλιστές που ασχολούνται με τα κοινά, μόλις αντιληφθούν τον τρόπο με τον οποίο γίνεται η ανέλιξη στελεχών στο εσωτερικό των κομμάτων, αλλά και πως διεξάγεται το συνολικό πολιτικό «παιχνίδι» στις εκλογές, είτε είναι βουλευτικές, είτε δημοτικές, όπου δεν εκλέγονται πάντα οι αξιότεροι, αλλά αυτοί που έχουν μεγαλύτερη «ρουσφετολογική παράδοση» ή κατάλληλες διασυνδέσεις, καταλήγουν να υποκύπτουν σε ανάλογες δελεαστικές προσφορές.

Ταυτόχρονα εκτός από αυτή τη μακροπρόθεσμη πολιτική που αφορά ολόκληρο το πολιτικό κόσμο η επίλυση αυτού του φαινομένου όπως και σε πολλά άλλα έχει δυο οδούς. Η πρώτη αφορά μια σε βάθος θεσμική μεταρρύθμιση στη λειτουργία των ιδρυμάτων και η δεύτερη αφορά τις ίδιες τις φοιτητικές παρατάξεις και την πιο ενεργή συμμετοχή των φοιτητών. Μια συμμετοχή που πρέπει να προκαλέσει η ίδια η κοινωνία. Μια συμμετοχή που θα επιτευχθεί αν όλοι σηκωθούν από το καναπέ τους.

Στα Ανώτατα Ιδρύματα οφείλει να ενισχυθεί η συλλογική δημοκρατική λειτουργία και η διαφάνεια. Όλες οι εξουσίες πρέπει να περάσουν σε πολυμελή συλλογικά όργανα. Οι εκλογικές διαδικασίες πρέπει να γίνονται με διαφάνεια και δημόσια διαβούλευση. Η πραγματική φοιτητική εκπροσώπηση δεν καταξιώνεται κάθε δυο-τρια χρόνια στις εκλογές. Η φοιτητική εκπροσώπηση καταξιώνεται και μπορεί να εκπληρώσει το ρόλο της μέσα στα όργανα συνδιοίκησης. Σήμερα η συμμετοχή αυτή είναι στο 50% και οφείλει να διευρυνθεί. Αυτή η μικρή συμμετοχή απαξιώνει τη καθημερινή διαβούλευση, τη παραγωγή προτάσεων και τη ανάληψη πρωτοβουλιών και αναδεικνύει ως σημαντικές, υπέρ του δέοντος, μόνο τις εκλογικές διαδικασίες (κάτι τέτοιο γίνεται και στα κόμματα…)

Επίσης πρέπει να ενισχυθεί η συμμετοχή των φοιτητών πέρα από τα όρια των φοιτητικών παρατάξεων. Έτσι οι συνεδριάσεις όλων των οργάνων οφείλουν να είναι δημόσιες και να μπορούν να καταθέτουν έγγραφες προτάσεις όσοι φοιτητές το επιθυμούν. Παράλληλα στα όργανα και τις επιτροπές στις οποίες σήμερα δε μετέχουν φοιτητές πρέπει να γίνει πρόβλεψη για τη συμμετοχή τους σε σημαντικό ποσοστό. Ώστε να ασκούν έλεγχο και να υποχρεώνουν όλους όσους έχουν εξουσία να λογοδοτούν για τη διαχείριση της.

Τέλος ο ρόλος των φοιτητικών συλλόγων πρέπει να αναβαθμιστεί. Στις μέρες μας, με τη πολυπλοκότητα της λειτουργίας των ιδρυμάτων, η οποία οφείλεται στη λειτουργία μέσα στο ίδιο ίδρυμα πολλών νομικών προσώπων, με τη πολυνομία που διέπει τη λειτουργία των ΑΕΙ, με τα στεγανά των διοικητικών & τεχνικών υπηρεσιών των ιδρυμάτων, κλπ, είναι αδύνατο οι Σύλλογοι Φοιτητών να ανταποκριθούν στο ρόλο τους χωρίς γραμματειακή, οικονομική και επιστημονική (οικονομοτεχνική, νομική) υποστήριξη.

Ειδικά το ΠΑΣΟΚ στα πλαίσια της ανασυγκρότησης της Ν. ΠΑΣΟΚ οφείλει να διατυπώσει και μια νέα στρατηγική για την αναμόρφωση του Φοιτητικού Κινήματος. Να οδηγήσει το σύνολο του προοδευτικού φοιτητικού κόσμου και της νεολαίας σε νέες ατραπούς και μοντέλα συμμετοχής.

Σε ότι αφορά τις εκλογικές διαδικασίες η συμμετοχή των φοιτητών πρέπει να φτάσει το 100%. Το 50% να γίνεται μέσω των φοιτητικών παρατάξεων και το υπόλοιπο 50% με κάλπη από όλους τους φοιτητές. Επίσης θα πρέπει οι εκλέκτορες να προκύπτουν με βάση των αριθμό των φοιτητών και όχι με βάση τον αριθμό των καθηγητών που μετέχουν σε κάθε Τμήμα. Τέλος θα πρέπει η ψηφοφορία της κάλπης να σταθμίζεται ανάλογα με τη συμμετοχή…ώστε να αποφευχθεί το φαινόμενο στα τμήματα που υπάρχει υποψήφιο μέλος ΔΕΠ, να ψηφίζουν οι φοιτητές του μαζικά και αλλού να υπάρχει αδιαφορία. Είναι προφανές ότι πρέπει να αποφευχθεί σε κάθε περίπτωση ο γενικευμένος εκμαυλισμός των φοιτητών.

Η ενίσχυση της αυτοδιοίκησης των ιδρυμάτων. Η συμμετοχική δημοκρατία και κοινωνική λογοδοσία δε μπορεί να έχει στεγανά. Δε μπορεί να μη βρίσκει εφαρμογή σε ένα χώρο, όπου επιβάλλεται η ακαδημαϊκή συνεννόηση, η δημοκρατική λειτουργία και η διαφάνεια. Ας μη ξεχνάμε ότι από τα Ιδρύματα μας δε περιμένουμε μόνο υψηλού επιπέδου διδασκαλία και επιστημονική έρευνα, αλλά και διαδικασίες αμφισβήτησης, προβληματισμού για τα προβλήματα του κόσμου και της κοινωνίας μας. Περιμένουμε την ανάδειξη πνευματικής ηγεσίας με αρχές και αξίες. Περιμένουμε την ανάδειξη νέων οραμάτων και ιδεολογιών. Αυτό δε μπορεί να γίνει με έντονο τεχνοκρατισμό, με εντατικοποίηση των σπουδών, με ανταγωνιστικές και οικονομοκεντρικές λογικές. Δε μπορεί να γίνει με επιφανειακές συζητήσεις, κινήσεις εντυπωσιασμού και λύσεις στο πόδι, όπως κάνει η Κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας.