Εδώ και τουλάχιστον 4-5 χρόνια γίνεται μια έντονη και ουσιαστική συζήτηση για την αναπτυξιακή προοπτική της Κρήτης. Η συζήτηση περιστρέφεται κυρίως γύρω από τα μεγάλα έργα υποδομής και επικεντρώνεται στον μεγαλύτερο, πιο παραγωγικό και δυναμικά αναπτυσσόμενο Νομό του Ηρακλείου.
Από την δημόσια συζήτηση που τελευταία επικεντρώνεται στο λιμάνι του Νότου (Τυμπάκι), στο αεροδρόμιο και στην μαρίνα του Δερματά, λείπει η παντελώς ο προβληματισμός για το μοντέλο και την φιλοσοφία που θέλουμε να διέπει την ανάπτυξη του τόπου.
Πολλές αναλύσεις γίνονται αμιγώς με τεχνοκρατικά στοιχεία, ενώ άλλες γίνονται με επιφανειακή προσέγγιση, αφορισμούς και λαϊκισμό. Είναι προφανές ότι η Κρήτη είναι μια αυτοδύναμη Περιφέρεια με πολλά συγκριτικά γεωγραφικά και φυσικά πλεονεκτήματα, ανάγκες και ευκαιρίες.
Βασικό έλλειμμα στη συζήτηση που διεξάγεται είναι η επιφανειακή προσέγγιση του ζητήματος του περιβάλλοντος και η απουσία συζήτησης για την ποιότητα ζωής και την καθημερινότητα των κατοίκων και των επισκεπτών του νησιού.
Για το μεν πρώτο είναι προφανές ότι οι κλιματικές αλλαγές είναι προ των πυλών. Αλλαγές που επιβάλουν την αναθεώρηση του αναπτυξιακού μοντέλου σε ολόκληρο το δυτικό κόσμο και τις κοινωνίες που μιμούνται αυτό το πρότυπο. Παράλληλα ειδικά για την Κρήτη, αλλά και την Ελλάδα η προστασία των φυσικού πλούτου καθίσταται ιδιαίτερα κρίσιμη, αφού αποτελεί αναπτυξιακό κεφάλαιο και πλεονέκτημα του τόπου. Το γεγονός ότι η Ελλάδα δεν υπήρξε χώρος έντονης και διαρκούς βιομηχανικής ανάπτυξης παρείχε πολλά οφέλη και πλεονεκτήματα.
Από την άλλη οι κατέχοντες εξουσία δείχνουν να μην προβληματίζονται καθόλου για την ποιότητα ζωής, που σχετίζεται άμεσα με ζητήματα πρασίνου, ελεύθερων χώρων, αθλητισμού, πολιτισμού, κλπ. Μένουν προσκολλημένοι στην βελτίωσης του βιοτικού επιπέδου-εισοδήματος ή στις επιχειρηματικές ευκαιρίες που διαμορφώνονται, αφήνοντας στο περιθώριο τον ανθρώπινο παράγοντα. Ας μην ξεχνάμε ότι ο ελληνικός τρόπος ζωής, τόσο σε ότι αφορά τους ρυθμούς, όσο και την επαφή με την φύση εξακολουθεί (ευτυχώς) να απέχει πολύ από τον τρόπο ζωής του μέσου Ευρωπαίου της Κεντρικής Ευρώπης ή των κατοίκων της Αθήνας.
Με τις παραπάνω σκέψεις και πιστεύοντας ότι η αναπτυξιακή στρατηγική όχι μόνο δεν μπορεί να κατακερματιστεί, αλλά επιβάλλεται να είναι ολοκληρωμένη δίνοντας απαντήσεις όχι μόνο στην προσδοκώμενη αύξηση του ΑΕΠ ή τη μείωση της ανεργίας, αλλά και στο αίτημα για προστασία του περιβάλλοντος, της ανάπτυξης του πολιτισμού και του αθλητισμού και βελτίωσης της ποιότητας ζωής καταθέτω τις παρακάτω σκέψεις.
Η Κρήτη όντως έχει ανάγκη από ένα σύγχρονο οδικό δίκτυο. Ποιο όμως τμήμα του είναι πιο απαραίτητο; Βλέποντας κάποιος μακροπρόθεσμα και αξιολογώντας πολιτικά τη πορεία της αγροτικής οικονομίας κατανοεί ότι σύντομα η ενδοχώρα του Νομού (και της Κρήτης) θα αντιμετωπίσει έντονα φαινόμενα εγκατάλειψης, λόγω της συρρίκνωσης του αγροτικού εισοδήματος.
Άρα πρώτος στόχος οφείλει να είναι η ανάπτυξη της ενδοχώρας, όπου νέες παραγωγικές δραστηριότητες επιβάλλεται να έρθουν να συμπληρώσουν το κενό της συρρίκνωσης του αγροτικού εισοδήματος. Αν αυτό δεν επιτευχθεί τότε το Ηράκλειο θα αντιμετωπίσει σε μικρογραφία το κύμα αστυφιλίας που αντιμετώπισε η χώρα τη δεκαετία του ‘50 και του ‘60.
Η ενδοχώρα μεν θα ερημώσει, το Ηράκλειο δε δεν θα μπορέσει να υποδεχτεί τους νέους πληθυσμούς. Έτσι θα συνεχιστεί μια άναρχη οικιστική ανάπτυξη και μια στρεβλή και περιορισμένης προοπτικής ανάπτυξη στα βόρεια παράλια, που δεν θα αξιοποιεί όλες τις δυνατότητες του νησιού, θα προσεγγίζει όλο και περισσότερο την κακή διαβίωση ενός αστικού κέντρου και θα θέτει σε κίνδυνο τις περιβαλλοντικές ισορροπίες.
Άρα επιτακτικό οδικό έργο πρώτης προτεραιότητας αποτελεί ο νότιος οδικός άξονας και οι κάθετοι άξονες Ρέθυμνο-Τυμπάκι, Ηράκλειο-Τυμπάκι, Χερσόνησος-Καστέλι-Βιάννος και Ιεράπετρα-Αγ. Νικόλαος/Σητεία. Αυτό το μεγάλο οδικό έργο οφείλει να συνοδεύεται από σειρά συμπληρωματικών παρεμβάσεων κυρίως σε ότι αφορά την δημιουργία κτηματολογίου, τον καθορισμό των χρήσεων γης, την οριοθέτηση του αιγιαλού και την δημιουργία σχεδίων πόλης σε όλους τις πόλεις-οικισμούς της ενδοχώρας Παράλληλα πρέπει να διασφαλιστεί η επαρκής και αποδοτική διαχείριση των υδάτινων αποθεμάτων και να οργανωθεί η διαχείριση των απορριμμάτων. Είναι γνωστό ότι «ο δρόμος» αν δεν συνοδευτεί από Πολεοδομικό σχεδιασμό θα οδηγήσει σε μια άναρχη τουριστική ανάπτυξη «βορείου τύπου».
Είναι επιτακτική η ανάγκη στα νότια παράλια να αναπτυχθούν ήπιας μορφής τουριστικά καταλύματα που θα έχουν επίκεντρο, τον πολιτιστικό, τον θρησκευτικό, τον φυσιολατρικό τουρισμό, τον αγροτουρισμό, και σε μικρότερη κλίμακα (επιλεκτικά) τον επιστημονικό, επιχειρηματικό, συνεδριακό, ιστιοπλοϊκό τουρισμό. Έτσι θα υπάρχει τουριστικό προϊόν υψηλής ποιότητας που δεν θα έχει εποχικά και μαζικά χαρακτηριστικά.
Σε ότι αφορά τις βασικές υποδομές είναι προφανές ότι απαιτείται η ενίσχυση της ενεργειακής επάρκειας (αφού ήδη υπάρχει πρόβλήμα), ειδικά στην προοπτική της ανάπτυξης του νότου που περιέγραψα. Αυτή η ενεργειακή στήριξη είναι αναγκαίο να στηρίζεται στις δυο βασικές ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (ηλιακή, αιολική) και να συμπληρώνεται από την παραγωγή ενέργειας από τα απορρίμματα.
Σε αυτό το τομέα η χώρα μας υστερεί δραματικά. Η ανακύκλωση και η παραγωγή ενέργειας από τα απορρίμματα είναι δυο συμπληρωματικές επιχειρηματικού τύπου δραστηριότητες που από τη μια είναι οικολογικές και συμβάλουν στην αναστροφή της κλιματικής αλλαγής, από την άλλη μπορούν να δώσουν νέες θέσεις εργασίας στην ενδοχώρα.
Το αναπτυξιακό αυτό σχέδιο μπορεί να συμπληρωθεί και για λόγους ανταγωνιστικότητας από την είσοδο του φυσικού αερίου τόσο στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, αλλά κυρίως για οικιακή και βιομηχανική-ξενοδοχειακή χρήση. Ίσως να πρέπει να εξεταστεί η εισαγωγή αυτή να γίνει στο νότο (Τυμπάκι) από τις χώρες της Αφρικής (Αίγυπτος, Λιβύη, Τυνησία, Αλγερία).
Μια τέτοια κίνηση ανοίγει σε υψηλό επίπεδο τις εμπορικές σχέσεις της Κρήτης με τη Μαύρη Ήπειρο και διασφαλίζει για την χώρα πλουραλισμό στις πηγές ενέργειας (Ρωσία, Αζερμπαϊτζάν, Αφρική). Η δημιουργία εργοστασίου παραγωγής ενέργειας από φυσικό αέριο στη νότια Κρήτη και η διασύνδεση της Κρήτης με το δίκτυο της Ηπειρωτικής Ελλάδας (Πελοπόννησος) και γειτονικών νησιωτικών συμπλεγμάτων (Κάρπαθος, Ρόδος, Κως) είναι άλλη μια αναπτυξιακή επιλογή εθνικής εμβέλειας με επίκεντρο την Κρήτη.
Γεωγραφικά το Τυμπάκι βρίσκεται στο κέντρο των νοτίων παραλίων απέχοντας περίπου συμμετρικά από Ρέθυμνο, Ηράκλειο και Λασίθι. Η εισαγωγή του φυσικού αερίου μπορεί να συμβάλει ακόμα και στη μείωση του κόστους διαβίωσης, αλλά και της αγροτικής παραγωγής (θερμοκήπια), ενώ αν αυτό γίνει από τα νότια δημιουργεί και περαιτέρω αναπτυξιακές και επαγγελματικές προοπτικές για τους κατοίκους της ενδοχώρας.
Το λιμάνι του νότου αποτελεί ένα ακόμα έργο προοπτικής. Φυσικά μιλάμε για ένα λιμάνι το οποίο θα συμπληρώνει το παραπάνω αναπτυξιακό σχέδιο και όχι για το «λιμάνι τέρας» που σχεδιάζει η Κυβέρνηση της ΝΔ. Πολλές φορές γίνεται μεγάλη συζήτηση για άλλα μεγάλα λιμάνια του εξωτερικού, τα οποία χρησιμοποιούνται ως πρότυπο για να πειστούν οι κάτοικοι του Νότου. Θεωρώ αξιοπερίεργο πως μπορεί να συμβάλει στην τοπική ανάπτυξη ένα λιμάνι-διαμετακομιστικό κέντρο, χωρίς την ύπαρξη ενδοχώρας και σιδηροδρομικής σύνδεσης. Εκτιμώ ότι κάτι τέτοιο θα ήταν πιο αποδοτικό στο Βόλο, την Θεσσαλονίκη ή την Καβάλα, όπου συνδέονται οδικά ή σιδηροδρομικά με ολόκληρη την ηπειρωτική Ελλάδα, τα Βαλκάνια, την Μαύρη Θάλασσα και την Ανατολική και Κεντρική Ευρώπη.
Το λιμάνι του νότου οφείλει να έχει τοπικά-περιφερειακά χαρακτηριστικά και να ανταποκρίνεται στα μεγέθη και τις ανάγκες του νησιού. Οφείλει να γίνει πύλη εισαγωγών-εξαγωγών για τη χώρα και τα προϊόντα που χρειαζόμαστε ή παράγουμε. Να γίνει μια πύλη εμπορικών και όχι μόνο ανταλλαγών με την Αφρική, όπου αναπτύσσεται προοπτικά. Όχι ένα λιμάνι τέρας που θα υποβαθμίσει την ποιότητα ζωής των κατοίκων και θα εμποδίσει άλλες μορφές ανάπτυξης (τουρισμός).
Η ενίσχυση της ενδοχώρας, αλλά και η ευρύτερη αναπτυξιακή στρατηγική της Κρήτης εξυπηρετείται από ένα αεροδρόμιο στην περιοχή του Καστελίου. Η θέση του συμβάλει στην ανάπτυξη των αεροπορικών μεταφορών, όπου όντως η Κρήτης μπορεί να γίνει κόμβος, ενώ παράλληλα απέχει εξίσου από τον αναπτυγμένο βορρά και τον νότο, την ανάπτυξη του οποίου προσδοκούμε. Η λειτουργία του αεροδρομίου προφανώς πρέπει να στηριχτεί στη μείωση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων και στη χρήση ανανεώσιμων και φτηνών ενεργειακών πόρων και συστημάτων ανακύκλωσης, βιοκλιματικής κατασκευής, κλπ.
Σίγουρα οφείλει να αποτελέσει αντικείμενο μελέτης βιωσιμότητας-σκοπιμότητας, στα παραπάνω πλαίσια (δηλαδή συνδυαζόμενο με λιμάνι και πύλη ενέργειας) η ιδέα για την δημιουργία αεροδρομίου στο Τυμπάκι (ακόμα και συμπληρωματικού σε αυτό το Καστελίου).
Η ολοκλήρωση όλων των παραπάνω έργων υποδομής, μπορεί να οδηγήσει και σε κάτι ακόμα που για τα ελληνικά δεδομένα αποτελεί καινοτομία, την πραγματική αξιοποίηση του σιδηροδρόμου. Το αεροδρόμιο/α, το λιμάνι, ήπιες βιομηχανικές και βιοτεχνικές παραγωγικές-μεταποιητικές εγκαταστάσεις και φυσικά οι ανάγκες μετακίνησης τουριστών και εμπορευμάτων (Τυμπάκι-Καστέλι, Ηράκλειο-Καστέλι-Ιεράπετρα, Τυμπάκι-Ρέθυμνο, Τυμπάκι-Ηράκλειο) ίσως να μπορούν προοπτικά να στηρίξουν την δημιουργία σιδηροδρόμου π.χ. στα πρότυπα του Προαστιακού της Αττικής.
Ενός σιδηροδρόμου που δεν θα περιοριστεί στη γραμμή Χανιά – Ηράκλειο – Άγιο Νικόλαο (με τις όποιες προεκτάσεις στα βόρεια παράλια), αλλά θα συμπεριλάβει και τον άξονα Χερσόνησος-Καστέλι-Τυμπάκι. Μια τέτοια προοπτική, που προφανώς ταιριάζει σε μια αναπτυγμένη χώρα που θέλει να προσεγγίσει τις θετικές επιλογές της Κεντρικής & Δυτικής Ευρώπης, επίσης μπορεί να ενταχθεί στο πλαίσιο ενός ολοκληρωμένου σχεδιασμού.
Τέλος επίκαιρο και σημαντικό ζήτημα είναι οι μαρίνες. Εν γένει είναι στοιχείο που αναδεικνύει μια αίσθηση πολυτέλειας και δημιουργεί την προσδοκία υψηλών εισοδημάτων. Ας είμαστε όμως ειλικρινείς. Αυτά τα οφέλη τα προσπορίζονται ελάχιστες εταιρίες. Λιγότερες από 10 εταιρείες (τροφοδοσίας, συντήρησης, ξενοδοχεία) θα ωφεληθούν από ένα τέτοιο έργο. Προφανώς βέβαια κανείς δεν μπορεί να παραγνωρίσει την συμβολή του στη μείωση της ανεργίας και την διαφήμιση της χώρας.
Είναι όμως σωστή η επιλογή για χωροθέτηση μιας μαρίνας το κέντρο της πόλης? Ας δούμε ποια είναι η κατάσταση των παραλίων της Αττικής σήμερα. Στην Αττική υπάρχουν μαρίνες στην Γλυφάδα, τον Άλιμο, την Βουλιαγμένη, τον Αστέρα, τον Φλοίσβο, κλπ. Ποια είναι τα πραγματικά οφέλη των κατοίκων αυτών των περιοχών? Τι κερδίζουν οι κάτοικοι της Βουλιαγμένης π.χ. από την λειτουργία του «Αστέρα»? Τίποτα Απολύτως. Οι μαρίνες και ξενοδοχεία τύπου «Αστέρα» δίπλα στην αστική ζώνη καταλαμβάνουν τεράστιο χώρο, που θα μπορούσε να αποτελέσει χώρο αναψυχής και επαφής με τη θάλασσα, ακόμα και χώρο κολύμβησης ή ναυταθλητισμού. Χώρο προσβάσιμο σε όλους κατοίκους και τουρίστες και όχι μόνο σε μια ελίτ.
Θα είναι καταστροφικό για το Ηράκλειο να ακολουθήσει αυτά τα αναπτυξιακά πρότυπα. Θα είναι καταστροφικό για την Κρήτη να ακολουθήσει τα αναπτυξιακά πρότυπα της Δεξιάς, που όπως κατέστρεψε τις δεκαετίες του ‘50, του ‘60 και του ‘70 τα παράλια της Αττικής (Ελευσίνα-Ασπρόπυργο-Πέραμα-Δραπετσώνα-Ελληνικό-Γλυφάδα, κλπ) για να κερδίσουν λίγοι, οραματίζεται σήμερα να καταστρέψει τα παράλια (βόρεια και νότια) της πόλης μας και της Κρήτης.
Ο αστικός ιστός της πόλης επιβάλλεται να έχει διέξοδο στη θάλασσα. Οφείλουμε να προστατέψουμε την ποιότητα ζωής της πόλης μας και να αξιοποιήσουμε τα έργα που ανοίγουν το παραλιακό μέτωπο. Είναι αδιανόητο περιβαλλοντικά, να επιλέγεται η πραγματοποίηση τέτοιας έκτασης επιχωματώσεων για επιχειρηματική χρήση. Μια μαρίνα επίσης δεν πρέπει να συνοδεύεται από άλλες εγκαταστάσεις (ξενοδοχειακές, τροφοδοσίας, συντήρησης, κλπ), αν θέλουμε να αφήσει κέρδη στις επιχειρήσεις και τους κατοίκους της πόλης και όχι σε κάποια πολυεθνική, όπως σχεδιάζει ο Ο.Λ.Η. Αλήθεια γιατί κόπτονται να διαμορφώσουν και να δώσουν ένα τέτοιο επιχειρηματικό «φιλέτο» σε μια μόνο πολυεθνική?
Μια τέτοια (απλή) μαρίνα μπορεί να κατασκευαστεί (όπως έχει ήδη ακουστεί) στο χώρο του Παγκρήτιου, συνδυάζοντας και εγκαταστάσεις ναυταθλητισμού και περαιτέρω ανάπτυξης του εν λόγω αθλητικού κέντρου με δημιουργία ποδηλατοδρομίου (όπως προβλέπεται), νέου κολυμβητηρίου (ανοιχτού και κλειστού), νέου κλειστού γηπέδου καλαθοσφαίρισης (πετοσφαίρισης – αντισφαίρισης) και συνεδριακού κέντρου (με τις αναγκαίες απαλλοτριώσεις και με ήπια επιχωμάτωση).
Άλλη μια εναλλακτική περιοχή μπορεί να είναι ο κόλπος του Καρτερού όπου μπορεί να χρησιμοποιηθεί και το παραλιακό τμήμα του αεροδρομίου, στην προοπτική της μετακίνησης του. Ο εν λόγω κόλπος έχει κατάλληλη διαμόρφωση και έκταση, δεν απέχει πολύ από τη πόλη και δεν διαθέτει ιδιαίτερης ποιότητας θάλασσα. Η απώλεια χρήσης του μπορεί να αντισταθμιστεί από την περιοχή της Αμμουδάρας και γενικότερα του Δήμου Γαζίου, ιδιαίτερα στην προοπτική απομάκρυνσης του εργοστασίου της ΔΕΗ και των λοιπών πετρελαϊκών εγκαταστάσεων. Παράλληλα δίνει μια ώθηση ανάπτυξης στην ευρύτερη περιοχή, η οποία επιβάλλεται να συνδυαστεί με την αξιοποίηση του αεροδρομίου.
Η ευρύτερη περιοχή από τον χώρο της ΣΕΑΠ και τις φυλακές της Ν. Αλικαρνασσού μέχρι το ανατολικό άκρο του αεροδρομίου και την έκταση της 126 ΠΜ μπορεί να αποτελέσει ένα χώρο οργανωμένης δόμησης. Μπορεί να υπάρξει μέσα από ένα πρόγραμμα ΣΔΙΤ ήπια αστική ανάπτυξη με κατασκευή εργατικών κατοικιών (ΣΕΑΠ), πολυτελών κατοικιών και διαμερισμάτων (126 ΠΜ), εμπορικών κέντρων (Λ. Ικάρου) και χώρων περιπάτου-αναψυχής (πάρκου) και ναυταθλητισμού στο κεντρικό και βόρειο τμήμα αντίστοιχα (των οποίων η μαρίνα Καρτερού να αποτελεί συνέχεια). Τέλος το κτίριο του αεροσταθμού (και οι χώροι στάθμευσης) μπορεί να χρησιμοποιηθεί είτε για εκθεσιακό-συνεδριακό χώρο, είτε για τη στέγαση όλων των υπηρεσιών της Περιφέρειας Κρήτης (ιδιαίτερα αν ο θεσμός γίνει αιρετός ή υπάρξει νέα διοικητική διάρθρωση που να περιλαμβάνει και το Αιγαίο).
Κλείνοντας θεωρώ ότι επιβάλλεται να κατανοήσουν όλοι τον σημαντικό ρόλο της συναίνεσης των τοπικών κοινωνιών. Οι τοπικοί άρχοντες επιβάλλεται να σταματήσουν να λαϊκίζουν και να κινδυνολογούν, όπως συμβαίνει πολλάκις (π.χ. με το ζήτημα της διαχείρισης των απορριμμάτων). Επιβάλλεται όλοι να επιμερίζονται δίκαια τα οφέλη και το κόστος της ανάπτυξης.
Είναι επιτακτικό η κεντρική εξουσία να παρέχει αναπτυξιακά κίνητρα και αντισταθμιστικά οφέλη, προκειμένου να υλοποιείται ο εθνικός και περιφερειακός αναπτυξιακός σχεδιασμός, στη βάση της προστασίας του περιβάλλοντος και της πολιτιστικής μας κληρονομιάς.
Η Ευρώπη βρίθει από θετικά και αρνητικά παραδείγματα που μπορούν να αποτελέσουν πρότυπο για τη χώρα μας και τη Κρήτη. Η χώρα μας διαθέτει το επιστημονικό και επιχειρηματικό δυναμικό να ανταποκριθεί στις προκλήσεις της εποχής και τις ανάγκες του λαού μας.
Ιδιαίτερα η Κρήτη με τα ανώτατα ιδρύματα της, αλλά και με την δυναμική των Κρητών επιστημόνων που υπηρετούν ή σπουδάζουν σε άλλα πανεπιστήμια, μπορεί να αναπτύξει σύγχρονες δράσεις που να απορροφήσουν αυτό το δυναμικό σε όλους τους τομείς. Δυστυχώς η Νέα Δημοκρατία και μέρος της τοπικής ελίτ έχει προσκολληθεί σε ένα μονοδιάστατο, πεπερασμένο και βραχυπρόθεσμο μοντέλο ανάπτυξης. Κατεξοχήν αντικοινωνικό και αντιδημοκρατικό, πιστό στο ολιγαρχικές και νεοφιλελεύθερες ιδέες της ελληνικής δεξιάς.
Αντίθετα στο χώρο του ΠΑ.ΣΟ.Κ., και της προοδευτικής αριστεράς έχει ωριμάσει η ιδέα της πράσινης οικονομίας, της αειφόρου ανάπτυξης και του αποκεντρωμένου συμμετοχικού σχεδιασμού. Αυτό το μοντέλο ανάπτυξης και διοίκησης εξασφαλίζει πολύπλευρες επιχειρηματικές και επαγγελματικές δράσεις, ισόρροπη ανάπτυξη όλων των γεωγραφικών περιοχών και των τομέων της οικονομίας, θέσεις εργασίας και αξιοποίηση του επιστημονικού δυναμικού όλων των κλάδων, συναίνεση των κοινωνιών και διασφάλιση των φυσικών συγκριτικών πλεονεκτημάτων.
Η Κρήτη μπορεί να αξιοποιήσει όλα τα παραπάνω. Οι τοπικοί άρχοντες, φορείς και θεσμοί επιβάλλεται να σταματήσουν να είναι θεατές και να γίνουν μαζί με τους πολίτες μοχλός ενός οραματικού αναπτυξιακού σχεδίου. Εμείς ως πολίτες πρέπει να βρεθούμε στο πλευρό όσων δρουν και προτείνουν λύσεις με σεβασμό στις ανάγκες μας. Πρέπει να βρεθούμε αντιμέτωποι και να καταψηφίσουμε όσους θέλουν να κερδοσκοπήσουν, όσους αδρανούν και μένουν θεατές, όσους αφήνουν ευκαιρίες να πηγαίνουν χαμένες.